Σε μια από τις ωραιότερες περιοχές των ανατολικών ακτών της Λέσβου, βρίσκεται το χωριό Πύργοι Θερμής, σε απόσταση 10 χιλιομέτρων βορειότερα από την πόλη της Μυτιλήνης. Μπροστά στην πανέμορφη αγκαλιά της νησιωτικής αυτής γης, ένας πανέμορφος κόσμος, γεμάτος με σπάνιες χάρες και εικόνες ιδανικές, ξεπροβάλλει μαζί με το φως του ήλιου, ζωγραφίζοντας με τα πιο φανταχτερά χρώματα τον ουρανό και τα σύννεφα, καθώς καθρεφτίζονται στα καταγάλανα νερά της θάλασσας του Αιγαίου. Αγκαλιάζουν στην απεραντοσύνη τους τούτη τη γη, σαν μια αρμονική συμφωνία που αποκαλύπτει τον παραδεισένιο και αγιασμένο τόπο της Θερμής, γαλήνιο, ήρεμο.
σ.α.

Τετάρτη 24 Ιουνίου 2009

Κωστής Κατσαρός


Ο Κωστής Κατσαρός ήταν ένας απλοϊκός θαλασσινός, καταγόμενος από τα Μοσχονήσια. Ήρθε πρόσφυγας στους διωγμούς των Μικρασιατών το 1922 και εγκαταστάθηκε στους Πύργους Θερμής της Λέσβου όπου και έζησε τον υπόλοιπο χρόνο της ζωής του μαζί με τη γυναίκα του Φιλιώ και τα 4 παιδιά τους. Αν και μονόχειρας, δούλευε με τη βάρκα του τη θάλασσα με περίσσια επιδεξιότητα αλιεύοντας με παραγάδια...


Ο Ηλίας Βενέζης στο βιβλίο του ‘‘Αιγαίο’’ διηγείται γι’ αυτή την θαλασσινή τέχνη: «Κάθονταν κάτου από έναν πλάτανο στη Θερμή, στο ακρογιάλι της Λέσβου, και λέντιζαν τα παραγάδια. Τούτη είναι μια βαρετή δουλειά, που πρέπει να γίνεται μόλις τελειώσει το ψάρεμα μόλις τελειώσει το ψάρεμα και τραβηχτούν τα παραγάδια απ’ τη θάλασσα. Πάνου στα αφάγωτα δολώματα έχουν κολλήσει κάτι μακρουλά σκουλήκια σα σαρανταποδαρούσες μ’ ένα αδύνατο κόκκινο χρώμα. Αν τα’ αγγίξεις, τα δάκτυλα τσούζουν σα να ’πιασες τσουκνίδες. Κάνουν και άλλη ζημιά, γιατί μπαταλεύουν το δόλωμα με το να κολλούν απάνω του και να μη δίνουν τόπο στο ψάρι να το φάει. Οι ψαράδες παίρνουν ένα-ένα τ’ αγκίστρια απ’ τη βρεμένη κουβάρα, όπως είναι μες στα πανέρια, καθαρίζουν τους σπάγκους –τα παράμολα- και τ’ αγκίστρια, και τ’ αραδιάζουν ύστερα στο φελλό του πανεριού…».
Και συνεχίζει αναφερόμενος στον Κωστή Κατσαρό ότι «ήταν ένα παλικάρι ίσαμε εικοσιπέντε χρονών, μ’ ένα χέρι. Το άλλο ήταν κομμένο απ’ τον ώμο, μα ήταν σα να μην έλειπε. Έκανε τις δουλειές του περίφημα. Αυτή η ιστορία του χεριού έγινε πριν από δέκα χρόνια. Στον πρώτο ευρωπαϊκό πόλεμο οι Εγγλέζοι είχαν πάρει καμιά κατοστή ανθρώπους και τους βάλαν πάνου σ’ ένα άλλο ξερονήσι, στο Γυμνό, όξω απ’ τον κόρφο του Αϊβαλιού. Αν μιλάς στην Ανατολή ακούγεσαι στο Γυμνό, τόσο κοντά είναι. Με το αντάρτικο τούτο σώμα ο Εγγλέζος ήθελε να ’χει ένα μάτι μπροστά στα μούτρα της τουρκιάς. Διάλεξαν τους άντρες έναν-ένα, ανάμεσα στα παλικάρια του Αϊβαλιού που είχαν πάει πρόσφυγες στη Λέσβο. Αυτό που τους γύρεψαν, το να μένουν στο Γυμνό, ήταν μια απίθανη περιφρόνηση προς τον θάνατο. Και μονάχα αυτοί ήταν σε θέση να το κάνουν… Στο Γυμνό, εξόν απ’ τ’ άρματά τους, δεν είχαν καμιάν άλλη προστασία απ’ τη μεριά της θάλασσας. Ένα μικρό μονάχα συμμαχικό καράβι ερχόταν κάθε δέκα μέρες, τους άφηνε την τροφοδοσία τους κι’ έφευγε. Οι αντάρτες μέναν πάλι μονάχοι να κοιτάζουν τις στεριές της Ανατολής που τις ξέραν σπιθαμή με σπιθαμή. Αν ο καιρός ήταν μπονάτσα, ξεχώριζαν καθαρά τους σκοπούς στην αντικρινή στεριά. Ρίχναν τότε μια ντουφεκιά στον αγέρα για να πάρουν εκεί είδηση…».
Οι ψαράδες πρόσφυγες απ’ τ’ Αϊβαλί και τα Μοσχονήσια που είχαν έρθει στη Θερμή ξέρανε ότι οι θάλασσές τους απέναντι ήταν σπουδαίοι ψαρότοποι, γιατί εκεί υπήρχαν πολλές ξέρες που γεννούσαν τα ψάρια. «Λιγοστοί ψαράδες πηγαίνανε και ψάρευαν στην αντικρινή Ανατολή, εκεί κατά το Λιός… Από τη Θερμή, το νησάκι τούτο είναι μόλις δέκα μίλια. Είναι έρημο ξερονήσι, όξω απ’ τον κόρφο του Αϊβαλιού, μα η θάλασσά του είναι ατίμητη σε ψάρι…». Ο δεκατριάχρονος Κωστής που είχε μείνει ορφανός και είχε σαν πατέρα του, τον μπάρμπα καί νονό του, τον Παναγή Ψαρρό, τον έβλεπε που ετοιμαζόταν να φύγει με το μεγάλο τσερνίκι του, για να πάει να σηκώσει τα παραγάδια, που όπως έλεγε τα είχε ρίξει να ψαρέψουν κοντά στο Γυμνό, στο φυλασσόμενο από τους αντάρτες νησί, σίγουρος πως θα ήταν ασφαλείς. Εκείνη την ημέρα δεν ήθελε να πάρει μαζί του τον ανηψιό του τον Κωστή, γιατί είχε κρυφή αποστολή να μεταφέρει αντάρτες από το Γυμνό στη Λέσβο επειδή πληροφορήθηκαν ότι κάτι κακό συνέβη στο νησί. Ο νεαρός και ανήσυχος τότε ψαράς, αν και δεν τον άφηνε ο θείος του να πάει μαζί του, πήδηξε άφοβα μέσα στη βάρκα και αφού κρύφτηκε κάτω από την πλώρη, ξεκινήσανε για τα απέναντι παράλια. Για κακή τους τύχη όμως, την προηγούμενη μέρα «…είχε έρθει το συμμαχικό καράβι στο Γυμνό κι’ έφερε στους αντάρτες καπνό και κρασί. Ήπιαν. Ήπιαν. Αργά τη νύχτα είχαν γίνει όλοι στουπί. Μήτε οι σκοποί δεν είχαν φυλαχτεί. Οι Τούρκοι κάμαν απόβαση στο Γυμνό, με μαούνες, από τρείς μεριές. Οι μισοκοιμισμένοι σκοποί το πήραν είδηση όταν πιά ήταν πολύ αργά. Κείνη την νύχτα ως την αυγή, χαθήκαν όλοι τούτοι οι άντρες, μεθυσμένοι, μουγκρίζοντας φριχτά και παλεύοντας στα σκοτεινά πριν ξεψυχήσουν».
Πάνω σ’ αυτή την κακιά ώρα είχε φθάσει το τσερνίκι του μπαρμπα-Ψαρρού απ’ τη Θερμή. Μερικοί που είχαν γλιτώσει τους κάλεσαν σε βοήθεια. Προλάβανε μπήκαν στη βάρκα μερικοί και άρχισαν να απομακρύνονται όσο πιο γρήγορα μπορούσαν από το Γυμνό. Πριν προλάβουν να ξανοιχτούν, τους αντιλήφθηκαν οι Τούρκοι και άρχισαν να τους πυροβολούν. Απ' όσους είχαν επιβιβασθεί στο τσερνίκι, οι έξι έπεσαν νεκροί από τα πυρά εκτός από τον μικρό Κωστή, τον θείο του και μερικούς ακόμα στρατιώτες. Ένας αντάρτης δεν είχε προλάβει να ανεβεί στη βάρκα και είχε πιαστεί από το ποδόσταμα σιέρνοντας άθελά του τη βάρκα. Ο Κωστής σε μια απέλπιδα προσπάθεια να κάνει τη βάρκα να ελιχθεί γρηγορότερα, σηκώθηκε μέσα σ’ έναν καταιγισμό από πυρά και τράβηξε την σκότα, το σκοινί του πανιού, για να ξεφύγουν. Μια σφαίρα τον βρήκε στο χέρι του. Χωρίς να χάσει το κουράγιο του, παρά τους πόνους οδήγησε τη βάρκα στα παράλια της Λέσβου. Εκεί, αιμόφυρτοι, αφού έθαψαν τους έξι στρατιώτες έξω από ένα εξωκλήσι στα Μιστεγνά, έφυγαν με το τσερνίκι για τον Άγιο Ερμογένη, στο έμπα του κόλπου της Γέρας, όπου ένα Ελληνικό καί ένα Αγγλικό πλοιάριο παρέλαβαν τους τραυματίες για να τους μεταφέρουν εσπευσμένα σε νοσοκομείο στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Ο Κωστής, τυλιγμένος σε μια Αγγλική σημαία, έφτασε καθυστερημένα και οι γιατροί διαπίστωσαν ότι το χέρι του είχε πάθει γάγγραινα και έπρεπε να κοπεί. Αυτή ήταν η τραγική κατάληξη του επεισοδίου στο Γυμνό.
Ο Βενέζης γράφει για την μετέπειτα ζωή του: «Με το κομμένο χέρι και με την ιστορία του έγινε ξακουστός σ’ όλο το νησί. Δεν απόμεινε άνθρωπος που να μην έρθει ν’ ακούσει απ’ το στόμα του το τέλος του Γυμνού. Το παλικάρι έδειχνε το κομμένο χέρι του κι’ έλεγε τα καθέκαστα, τη μικρή του ιστορία, ίδια, στερεότυπη, χωρίς αποχρώσεις, επειδή την είχε μάθει απόξω. Από τότε η ζωή του γέμισε με το αδιάκοπο ξαναμάσημα της τρομερής σκηνής, γέμισε από Γυμνό, τους αντάρτες, τις μαούνες που τους ριχτήκαν, το αίμα, το παιχνίδι του πολέμου και του θανάτου».
Στα κατοπινά χρόνια ο Κωστής δεν το έβαλε κάτω. Παντρεύτηκε και με ένα χέρι ανέθρεψε την οικογένειά του και τους τέσσερις γιούς του δουλεύοντας την αγαπημένη του θάλασσα. Στη γερμανική κατοχή δεν δίστασε να έχει ενεργή συμμετοχή υπέρ της πατρίδας, κρύβοντας για τρία μερόνυχτα Άγγλους αεροπόρους στο σπίτι του διακινδυνεύοντας την ίδια του τη ζωή, καθώς και της οικογενείας του, κανονίζοντας να φυγαδευθούν κρυφά από τους Γερμανούς, στα απέναντι τουρκικά παράλια με κίνδυνο να συλληφθεί ο μεγάλος του γιός Νίκος, από τους Τούρκους. Τελικά προδόθηκε από κάποιο «συμπατριώτη» του στους Γερμανούς, συνελήφθη μαζί με τα αδέλφια του Γιάννη και Κώστα και οδηγήθηκαν για ανακρίσεις στα γραφεία της γερμανικής Γκεστάπο, στην Σουράδα της Μυτιλήνης, με φυσικό επακόλουθο την εκτέλεσή τους. Για καλή τους τύχη όμως, τον είχαν καταδώσει με το παρατσούκλι του ως «Τσολάκη», που σήμαινε ότι ήταν με ένα χέρι, και όταν απεδείχθη ότι λέγεται Κατσαρός, αφέθηκαν όλοι ελεύθεροι. Η παλικαρίσια προσφορά του που δεν είχε να κάνει με κόμματα και καθοδηγούμενα συμφέροντα εκτιμήθηκε από την Αγγλία καθώς και από την Νέα Ζηλανδία που απέστειλαν τιμητικούς επαίνους και διακρίσεις αναγνωρίζοντας τις ηρωϊκές προσπάθειες του Κωνσταντίνου Κατσαρού, μαζί και άλλων κατοίκων των Πύργων Θερμής.

Στρατής Ανδριώτης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου