Σε μια από τις ωραιότερες περιοχές των ανατολικών ακτών της Λέσβου, βρίσκεται το χωριό Πύργοι Θερμής, σε απόσταση 10 χιλιομέτρων βορειότερα από την πόλη της Μυτιλήνης. Μπροστά στην πανέμορφη αγκαλιά της νησιωτικής αυτής γης, ένας πανέμορφος κόσμος, γεμάτος με σπάνιες χάρες και εικόνες ιδανικές, ξεπροβάλλει μαζί με το φως του ήλιου, ζωγραφίζοντας με τα πιο φανταχτερά χρώματα τον ουρανό και τα σύννεφα, καθώς καθρεφτίζονται στα καταγάλανα νερά της θάλασσας του Αιγαίου. Αγκαλιάζουν στην απεραντοσύνη τους τούτη τη γη, σαν μια αρμονική συμφωνία που αποκαλύπτει τον παραδεισένιο και αγιασμένο τόπο της Θερμής, γαλήνιο, ήρεμο.
σ.α.

Δευτέρα 8 Φεβρουαρίου 2010

Η ελιά και το Μυτιληνιό λάδι

Η ελιά είναι όντως ένα από τα πολυτιμότερα δένδρα που μας έχει χαρίσει ο Θεός, γι’ αυτό και ονομάζεται «ιερό» δένδρο. Είναι αειθαλές, καρποφόρο που αντέχει πάνω από 1.000 χρόνια διατηρώντας την παραγωγικότητά του και ανήκει στην οικογένεια των Ελαιϊδών (Oleaceae – Ελληνικός όρος). Έχει συμβατικά τα χρώματα της φύσης, με κυρίαρχο το γκριζοπράσινο χρώμα. Τα φυλλώματά του είναι πυκνά καί ο κορμός του χαρακτηρίζεται από την σκοτεινότητά του καί το μαύρο χρώμα στις κουφάλες του...
Η ελιά καλλιεργείται στο νησί της Λέσβου από την αρχαιότητα. Στις αρχαιολογικές ανασκαφές που έγιναν στους Πύργους-Θερμής (1929-32), αποκαλύφθηκε προϊστορικός οικισμός (3.000 π.Χ.) στον οποίο υπήρχε γούρνα με πράσινο πηλό στα τοιχώματά της, που όπως εκτιμάται, μέσα εκεί σύνθλιβαν τις ελιές. Η Λέσβος είναι μια από τις πλέον ελαιόφυτες περιοχές της Ελλάδας (τρίτη χώρα σε παραγωγή λαδιού στον κόσμο με ποσοστό 16%), αποτελώντας ένα ατέλειωτο δάσος ελιάς. Το ελαιοπαραγωγικό νησί μας έχει περίπου 11 εκατομμύριο δένδρα, διάσπαρτα κυρίως στο βόρειο, στο ανατολικό και στο νότιο τμήμα της, αποδίδοντας πανελλαδικά το 20% της παραγωγής λαδιού κάθε χρόνο. Η σημερινή μέση ετήσια παραγωγή σε ελιές φθάνει τους 100.000 τόνους ελιές, που παράγουν περίπου 25-30 χιλιάδες τόνους λάδι εξαιρετικής ποιότητας.
Γεγονός είναι ότι οι Έλληνες ήταν ο πρώτος λαός που επιδόθηκε συστηματικά στην καλλιέργεια της ελιάς, που αφού εκτίμησαν τα πλεονεκτήματα του δένδρου αυτού, το καθιέρωσαν σαν σύμβολο ειρήνης και νίκης. Με πολλή προσωπική εργασία και κόπο οι κάτοικοι της Λέσβου, από τα παλιά χρόνια, επέκτειναν την καλλιέργεια της ελιάς στα μέρη όπου δεν υπήρχαν πεύκα. Έφτιαξαν πετρόχτιστα σέτια για να προφυλαχθεί το χώμα που συγκρατεί τις ρίζες των δένδρων, ακόμα και στις πιο απότομες πλαγιές των βουνών.
Οι ελιές ανθίζουν την Άνοιξη και ο καρπός τους ωριμάζει το φθινόπωρο και το χειμώνα. Στη Λέσβο, οι ελιές μαζεύονται με τα χέρια όσες πέσουν από τα δένδρα, ή συλλέγονται πάνω στα ελαιόδιχτα. Όταν είναι ώριμες, ραβδίζονται με τις τέμπλες τους χειμερινούς μήνες. Όταν έρχονται χρονιές που έχει μαξούλι πολύ, δηλ. πολλές ελιές (μαξουλοχρονιά), είναι διάχυτη η χαρά των ελαιοκαλλιεργητών σ’ όλο το νησί. Το λάδι αποτελεί ένα πολυτιμότατο προϊόν, που έπαιζε ανέκαθεν σημαντικό ρόλο στην οικονομία του νησιού. Το ελαιόλαδο της Λέσβου είναι φημισμένο, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό καί χαρακτηρίζεται από τη λεπτόρρευστη υφή, το χρυσοκίτρινο χρώμα, το εξαίρετο και έντονο άρωμα και την πολύ καλή και λεπτή γεύση του.
Ποικιλίες ελιών στη Λέσβο
Οι ποικιλίες της ελιάς στη Λέσβο, που προσδιορίζονται από τον κορμό, τα φύλλα και τον καρπό των δένδρων, είναι οι εξής:
α) Η κολοβή ελιά που λέγεται και μυτιληνιά, αποτελεί τα 7/10 των δέντρων στους ελαιώνες της Λέσβου, καί καλύπτουν κυρίως την νότια και νοτιοανατολική έκταση του νησιού. Προτιμούν τοποθεσίες με υψόμετρο χαμηλότερο των 500μ. Τα δέντρα αυτά είναι μέτρια σε ανάπτυξη, έχουν κλαδιά ακανόνιστα και ευδοκιμούν σε εδάφη από σχιστόλιθο που δεν είναι απαραίτητο να είναι πλούσια και να θέλουν ιδιαίτερη καλλιέργεια. Τα φύλλα τους είναι κάπως πλατύτερα από τις άλλες ποικιλίες δένδρων ελιάς και το μυστικό της για να κάνει αρκετές ελιές είναι ότι στο διάστημα που ανθοφορεί για 3-4 εβδομάδες την άνοιξη, θέλει ευνοϊκές καιρικές συνθήκες για να γονιμοποιηθεί περισσότερος ανθός, οπότε το φορτίο του δένδρου γίνεται υπερβολικό και η περιεκτικότητα σε λάδι φθάνει έως καί στο 30%. Η κολοβή ελιά έχει κάπως μακρουλό σχήμα και αργεί να ωριμάσει.
Επίσης, είναι μια από τις καλύτερες ελαιοποιήσιμες ποικιλίες της χώρας. Οι επιτραπέζιες κολοβές ελιές διακρίνονται από τον λεπτό φλοιό του καρπού τους και διαλέγονται συνήθως οι μεγάλες σε μέγεθος, που έχουν πολύ μεγάλη περιεκτικότητα σε σάκχαρα, ώστε να ευνοείται η καλύτερη συντήρησή τους. Οι κολοβές, ως βρώσιμες ελιές, λέγονται «νερουλιές» και γλυκαίνουν όταν τις βάλουμε στο νερό και το αλλάζουμε κάθε τόσο.
β) Μια άλλη ποικιλία ελιάς που καλλιεργείται στη Λέσβο είναι η Αδραμυτιανή, Αϊβαλιώτικη ή φραγκολιά, προερχόμενη από το Αδραμύττιο της Μικράς Ασίας. Καλλιεργείται στο νησί της Λέσβου, αποτελώντας τα 2/10 των ελαιώνων, εντοπιζόμενη κυρίως στην επαρχία της Μυτιλήνης, στο βόρειο και βορειοανατολικό νησί. Ο ελαιόκαρπος της αδραμυτιανής ελιάς ωριμάζει κατά το Νοέμβρη - Δεκέμβρη, οπότε και πέφτει στη γη, απ’ όπου μαζεύεται. Η περιεκτικότητα σε λάδι φτάνει στο 22 - 25% του βάρους του καρπού. Δίνει λάδι λεπτό, με εξαιρετικό άρωμα.
Οι επιτραπέζιες Αδραμυτιανές ελιές είναι οι καλύτερες για τη Λέσβο. Είναι άριστης ποιότητας και συντηρούνται εύκολα για 15 - 20 μέρες μέσα σε άλμη χονδρού αλατιού (σε τρύπια σακούλα, ή σε καλάθια για να φεύγουν τα νερά ώστε να μην σαπίζουν). Γίνονται και τσακιστές αφημένες στο νερό και τρώγονται ξενεριασμένες μετά από λίγες μέρες Η Αδραμυτιανή ελιά χαίρει πολλής εκτίμησης από μέρους των ελαιοπαραγωγών της Λέσβου, επειδή παράγει εκλεκτό λάδι και πολλής καλής ποιότητας επιτραπέζιες ελιές.
Ιδιαίτερο κύρος στο Μυτιληνιό λάδι προσδίδει το γεγονός ότι οι Αδραμυτιανές καθώς και οι Κολοβές ελιές αποδίδουν λάδι πολλή υψηλής ποιότητας που προσφέρεται ακόμα καί ως βελτιωτικό άλλων ελαιολάδων από την Ιταλία και την Ισπανία!
γ) Μια άλλη ποικιλία ελιάς των Λεσβιακών ελαιώνων είναι οι Λαδολιές ή κοινώς Ρουπάδες, που καλύπτει το 5% της ελιάς που παράγεται στη Λέσβο και η ιδιαίτερη αυτή ποικιλία προέρχεται από κάποιο μύκητα που εμφανίζεται σε κάποια ελαιόδενδρα. Συνήθως τρώγονται όπως είναι, ή παστώνονται με αλάτι, ή και τοποθετούνται στην κατάψυξη για την διατήρησή τους.
Επίσης, στα υψώματα των βουνών, υπάρχουν πολλές αγριλιές, που τις μπολιάζουν και τις μεταφυτεύουν. Είναι οι λεγόμενες "αμπολάδες". Σποραδικά ανάμεσα στους ελαιώνες συναντώνται σπανίως μερικές άλλες ποικιλίες ελαιόδενδρων όπως οι καρολιές και οι τριλιανές. Γενικότερα, η ελιά προτιμά τα εδάφη του κάμπου και των λόφων και ειδικότερα τα μέρη που το κλήμα είναι μαλακό τον χειμώνα και δροσερό το καλοκαίρι. Σε πολύ μεγάλα υψόμετρα δεν ευδοκιμεί. Ασθένειες που τη προσβάλλουν είναι ο δάκος, ο πυρινοτρύτης και η βαμβακίαση, που καταπολεμούνται με το ράντισμα.

Η ελιά και το λάδι στο πιάτο μας (Υγιεινή διατροφή)
Το ελαιόλαδο, το «υγρό χρυσάφι» όπως το ονόμαζε ο Όμηρος, είναι συνώνυμο της καλής υγείας. Αποτελεί πηγή σημαντικών θρεπτικών συστατικών για την υγεία του ανθρώπινου οργανισμού, καθώς και παρεμποδιστικός παράγοντας για πολλές από τις ασθένειες που μπορεί να σχετίζονται με την διατροφή. Ο πατέρας της Ιατρικής ο Ιπποκράτης, καθώς και οι μεγαλύτεροι γιατροί της εποχής εκείνης, ο Γαληνός, ο Διοσκουρίδης και ο Διοκλής πίστευαν ακράδαντα στην ευεργετική επίδραση του ελαιολάδου στην υγεία και το συνιστούσαν σε καθημερινή βάση ως θεραπεία σε αρκετές περιπτώσεις.
Ακόμα και σήμερα η σύγχρονη Ιατρική συνεχίζει να συστήνει την ευρεία χρήση του ελαιολάδου στην διατροφή ενηλίκων και παιδιών, υγιών και ασθενών, χάρη στα πολύτιμα συστατικά που παρέχουν υγεία, ευεξία και μακροβιότητα. Πολλές επιστημονικές έρευνες έχουν αποδείξει ότι το ελαιόλαδο είναι βασικό συστατικό της σύγχρονης διατροφής ως κύρια πηγή λιπαρών. Αποτελεί σπουδαία λιπαρή ύλη στη διατροφή του ανθρώπου με αναμφισβήτητη βιολογική και θρεπτική αξία. Το ελαιόλαδο αποτελεί το παραδοσιακό λιπαρό τρόφιμο της ελληνικής κουζίνας από την αρχαιότητα. Είναι προϊόν με ξεχωριστά βιολογικά, θρεπτικά, αρωματικά και γευστικά χαρακτηριστικά, με την παρουσία περισσότερων από 30 φαινολικών ενώσεων, που συναντάμε κυρίως στο ελαιόλαδο πολλής χαμηλής οξύτητας, χωρίς τάγγισμα. Αφομοιώνεται από τον ανθρώπινο οργανισμό σε ποσοστό 93,4% απορροφώντας τα καλά συστατικά του που είναι η βιταμίνη Ε, καθώς και οι Α, D και Κ, και οι φαινόλες, χάρη στα ελαϊκά οξέα (73-80%), στα τριγλυκερίδια και στα άλλα συστατικά που δίνουν το άρωμα στο λάδι.
Το ΑΓΝΟ ελαιόλαδο που προέρχεται από ψυχρή έκθλιψη, έχει ευεργετικές επιδράσεις στον άνθρωπο, αφού προκαλεί την χολική εκκένωση και διευκολύνει την λειτουργία της χοληδόχου κύστης, δρώντας ανασταλτικά στο σχηματισμό χολόλιθων. Βοηθά στην μείωση της συγκέντρωσης γαστρικών υγρών, πέπτεται εύκολα και βοηθά στην πέψη και των άλλων λιπαρών υλών επειδή διευκολύνει τις εκκρίσεις του πεπτικού συστήματος και διεγείρει το ένζυμο παγκρεατική λιπάση. Το ελαιόλαδο επιδρά στην ελάττωση του πόνου γενικώς καί επουλώνει παθήσεις του δέρματος, βοηθά στην θεραπεία του δωδεκαδακτυλικού έλκους, των θρομβώσεων, των παθήσεων του ήπατος, του διαβήτη, της οστεοπόρωσης και βελτιώνει την κινητικότητα του παχέος εντέρου. Βοηθάει στην πρόληψη της σκλήρυνσης των αρτηριών και της αθηροσκλήρυνσης, στη διευκόλυνση της λειτουργίας του συκωτιού, στην λειτουργία του κεντρικού νευρικού συστήματος, στα οστά του εγκεφάλου, στα αγγεία και την κανονική ανάπτυξη των παιδιών και στην ισορροπία του μεταβολισμού. Το ελαιόλαδο συμβάλει στην καθυστέρηση της γήρανσης εξαιτίας των φυσικών αντιοξειδωτικών, επειδή χάρη στην βιταμίνη Ε επιβραδύνεται η αλλοίωση των κυττάρων που προκαλούν το φυσικό γήρας. Επιδρά θετικά εναντίον πολλών μορφών καρκίνου (προστάτη, μαστού, εντέρου κ.α.) και συμβάλλει στην παρεμπόδιση καρδιακών και εγκεφαλικών παθήσεων, επιδρώντας θετικά στη χοληστερίνη, μειώνοντας την οξείδωση της κακής χοληστερίνης και αυξάνοντας την καλή χοληστερίνη. Η κατανάλωση ελαιολάδου σε συνδυασμό με ψάρι, μειώνει στο ¼ τις πιθανότητες πρόκλησης ρευματοειδούς αρθρίτιδας. Τα φύλλα της ελιάς χρησιμοποιούνται σαν φάρμακο κατά του αρθριτισμού και ρευματισμού, ρίχνουν την πίεση και αυξάνουν τα ούρα. Με ζεστό λάδι γίνονται εντριβές κατά του κρυολογήματος και με τα φύλλα και τα άνθη της ελιάς παρασκευάζεται αφέψημα, που χρησιμοποιείται σαν κολλύριο, για την φλόγωση των ούλων και του έλκους του στομάχου. Επίσης, ο φλοιός του ελαιόδεντρου, παρασκευάζεται σαν αφέψημα καί είναι ένα πολύ καλό αντιπυρετικό. Το ελαιόλαδο εκτός από θρεπτικό συστατικό, χρησιμοποιήθηκε από την αρχαιότητα και ως φάρμακο ή φορέας φαρμάκων, ενώ από την μυκηναϊκή εποχή παράγεται και ως καλλυντικό - αρωματικό λάδι για το σώμα και τα μαλλιά,
Στη μαγειρική, το ελαιόλαδο αποτελεί ιδανική λύση που νοστιμίζει και κάνει πιο εύγεστα τα φαγητά. Μια με τρεις κουταλιές ημερησίως επαρκούν και πρέπει να καταναλώνονται από κάθε άνθρωπο. Είναι γνωστό ότι αντέχει περισσότερο στις υψηλές θερμοκρασίες απ’ ότι τα σπορέλαια και συνεπώς θα πρέπει να προτιμάται στο μαγείρεμα λόγω της τεράστιας θρεπτικής αξίας του. Όμως, όχι σε θερμοκρασίες άνω των 210ο C διότι καταστρέφονται οι βιταμίνες και οι θρεπτικές ουσίες του. Γι’ αυτό το λάδι ρίχνεται στο φαγητό προς το τέλος του μαγειρέματος, είτε στο πιάτο του καθενός χωριστά. Πάντως, το ωμό λάδι είναι πολύ πιο νόστιμο από το μαγειρεμένο το οποίο έχει βαρύνει. Η ωφελιμότητα του ελαιολάδου φαίνεται και από το γεγονός ότι στις περιόδους νηστείας που τηρούν οι Χριστιανοί σε μεγάλες περιόδους του χρόνου, παρατηρείται ότι ενώ δεν επιτρέπεται η κατάλυση του ελαίου, επιτρέπεται όμως η κατάλυση του καρπού, δηλ. της ελιάς. Και αυτό διότι η νηστεία δεν έχει σκοπό να στερηθεί ο οργανισμός από βιταμίνες και θρεπτικές ουσίες, αλλά για λόγους πνευματικής άσκησης κατά των παθών.
Η ελιά
«…Εδώ στον ίσκιο μου από κάτω, ήλθ’ ο Χριστός ν’ αναπαυθεί, κι ακούσθηκε η γλυκειά λαλιά Του λίγο προτού να σταυρωθεί. Το δάκρυ Του, δροσιά αγιασμένη, έχει στη ρίζα μου χυθεί. Είμαι η ελιά η τιμημένη». Κωστής Παλαμάς

Επιμέλεια: Μαρία Βατζάκη - Στρατής Ανδριώτης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου