Σε μια από τις ωραιότερες περιοχές των ανατολικών ακτών της Λέσβου, βρίσκεται το χωριό Πύργοι Θερμής, σε απόσταση 10 χιλιομέτρων βορειότερα από την πόλη της Μυτιλήνης. Μπροστά στην πανέμορφη αγκαλιά της νησιωτικής αυτής γης, ένας πανέμορφος κόσμος, γεμάτος με σπάνιες χάρες και εικόνες ιδανικές, ξεπροβάλλει μαζί με το φως του ήλιου, ζωγραφίζοντας με τα πιο φανταχτερά χρώματα τον ουρανό και τα σύννεφα, καθώς καθρεφτίζονται στα καταγάλανα νερά της θάλασσας του Αιγαίου. Αγκαλιάζουν στην απεραντοσύνη τους τούτη τη γη, σαν μια αρμονική συμφωνία που αποκαλύπτει τον παραδεισένιο και αγιασμένο τόπο της Θερμής, γαλήνιο, ήρεμο.
σ.α.

Πέμπτη 30 Μαρτίου 2023

ΕΥΘΥΜΕΣ, "ΜΕΘΥΣΤΙΚΕΣ" ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ

Ποτοποιία ΜΑΤΘΑΙΟΥ - MATIS της Μυτιλήνης. Μεγάλη η ιστορία της από το 1861. Πολλές οι αναμνήσεις, που παραμένουν χαραγμένες στη θύμησή μας. Πολλοί και οι άνθρωποι που σύχναζαν σ' αυτή την επιχείρηση και συναποτελούν μεγάλο μέρος αυτής της ιστορίας.
Είναι ευχάριστο, αλλά και συγκινησιακό βίωμα να έρχεται ο πελάτης και να μας λέει ότι σ' αυτή την ποτοποιϊα δούλευε ο προπάππος του στα τέλη του 19ου αιώνα, ή ότι κάποιος πρόγονός τους, καζάνιαζε και έβγαζε το απόσταγμα.
Ο 93χρονος κυρ Γιώργος, μας διηγείται ότι ο Tσέχος παππούς του Fritz Mraz , εξορίστηκε από την Μυτιλήνη το 1915 μαζί με το φίλο του και ιδιοκτήτη της ποτοποιϊας Ιωάννη Ματθαίου, στην Τουλούζη της Γαλλίας και χαριτολογώντας μας αφηγείται ότι πήγαιναν στον Άγιο Θεράποντα να εκκλησιαστούν καί αφού άκουγαν το "Κατά Ματθαίον Αγίου Ευαγγελίου", μετά του έλεγαν οι φίλοι: "Άντε, πάμε τώρα και στου Ματθαίου..." και ερχόντουσαν στην ποτοποιϊα, όπου έπιναν τα "απαραίτητα", γύρω από την μαγκάλα, ψήνοντας μεζελίκια για να μην πίνουν ξεροσφύρι.
Δεν θα ξεχάσουμε τον κυρ Στρατή, έναν συμπαθέστατο παππού. Ερχόταν τακτικά. Μια μέρα μας εκμυστηρεύτηκε κλαίγοντας: "Κατεβαίνω 49 χρόνια από τον Πολιχνίτο στη Μυτιλήνη. Δεν υπήρξε ούτε μία φορά, που να μήν μπω σ' αυτό το μαγαζί να ψωνίσω....". Από τότε δεν τον ξαναείδαμε....
Ο απλοϊκός, ο μερακλής κυρ Θανάσης από την Αγιάσο: "Παίρνω το ούζο σας χρόνια! Μ' αρέσει. Βάζω στο ποτηρέλι μ' και το ευχαριστιέμαι... Ωραιότατο....".
Το Κωστέλ' από τα Αλυφαντά, έμπαινε μέσα για να πάρει τα ποτά του, με μια χαρά που δεν την είχε άνθρωπος!!! Έριχνε μερικές χορευτικές φιγούρες, χτυπώντας τα πόδια του δυνατά στο πάτωμα και φώναζε: "Άλαααα.... Μπινταγιάλα".
Ο κυρ Παναγιώτης, ένας γηραλέος λεβέντης πελάτης μας από την Νυφίδα, κάθε φορά που ερχόταν στην ποτοποιΐα έλεγε με υπερηφάνεια: "Δύο είναι τα ωραιότερα προϊόντα της Λέσβου. Το ούζο MATIS και τα χτένια....".
Ο συγχωρεμένος, ο παπά Κομνηνός, έμπαινε με την αξιοζήλευτη ευφράδειά του και άρχιζε να μας λέει ρητά: "Από το νερό πνιγήκαν πολλοί, απ' το ρακί κανένας...".
Ο κυρ Απόστολος από την Γέρα, έφερνε τη δαμιτζάνα να την γεμίσουμε, για να έχει να πίνει. Αλλά κρατούσε το μάγουλό του, δήθεν ότι πονάει το δόντι του και γι' αυτό παίρνει το ούζο. Τον ένοιαζε να μην τον περάσουν για μπεκρή....
Ο παππούς, ο Θανάσης από την Καλλονή, ερχόταν "νευριασμένος". Διαμαρτυρόταν ότι είναι "τρύπια" η μπουκάλα, γι' αυτό τελειώνει γρήγορα το ούζο, και ο μπάρμπα Θόδωρος από την Ερεσσό "ανακάλυψε" ότι η μπουκάλα με το ούζο άδειαζε, επειδή το έβαζε η γυναίκα του στους κεφτέδες!!!
Ο κυρ Γιάννης από τον Μόλυβο έλεγε ποιηματάκια: "Από το βράδυ ως το πρωί, δική μου είναι η ζωή κι όλο το κόσμο κατακτώ, Ματθαίου ουζάκι σαν ρουφώ...! Ο Δημητράκης ο μερακλής από την Σκαμιά, φώναζε ότι: "όσο πίνεις, τόσο θέλεις...". Ο συμπαθητικός παππούλης, ο κυρ Αλέξανδρος που κατέβαινε από το Γηροκομείο σέρνοντας τα πόδια του για να πάρει το κρασάκι του και ο σφυριχτούλης από την Καλλιθέα, ερχόταν για να γεμίσει με ρακί το μισοκαλίκι.
Ο άστεγος Γρηγόρης, παρέα με τον σκύλο, ερχόταν να πάρει το πενηνταρέλι του. Εντολή των αφεντικών να μην του παίρνουμε ποτέ λεφτά. Κι αυτός ντρεπόταν. Ήταν περήφανος. Ήθελε να το πληρώσει με τα λίγα λεφτά που του έδιναν οι περαστικοί.
Ήταν ευχάριστη έκπληξη για εμάς, οι ομογενείς από το Αμβούργο, μία άλλη κυρία από την Λάρισα και πολλοί άλλοι που έφερναν συγκινημένοι τα παιδιά τους, για να τους δείξουν το μαγαζί που ψώνιζαν οι παππούδες τους. Πολλοί και οι γραφικοί άνθρωποι, που άφησαν το αποτύπωμα της παρουσίας τους στην ποτοποιία. Η Μχαλάρα με το τρίκυκλο, πάντα βιαστικός για να αφήσει τα ροκανίδια στο φούρνο και να φορτώσει τα άδεια βαρέλια. Ο Στέφος ο κρεοπώλης χωμένος μεσ' τους κιμάδες και τις γλύνες. Ο Αντώνιος από την Βαρειά, κατουρημένος μούσκεμα, φώναζε απ' έξω: "Στρατεεεελ". Ο Δημητράκης από το διπλανό καφενείο, που έφερνε τους καφέδες: "Να μια καφεδάρα.... Έχει και μία... (συνθηματικό για τριανταμία)". Ο Νικόλας ο λαμπερός, όπως τον είχαμε ονομάσει, διάλεγε τα μπουκάλια να είναι λαμπερά. Ο τσαχπίνης απ' την Κράτηγο: "Γειά σου ρε Καγιανιώτη, τσακάλι...". Η Φωτάρα, με τα ξίδια: "Πήγες στ' κμπάρα;" Ο μπάρμπα Νικόλας, ο νεοκόρος των Ταξιαρχών, έπαιρνε το ρακί του και το απολάμβανε όταν ξαπόσταζε καμαρώνοντας τον μπαχτσέ του στην Αγιά Μαρίνα....
Όλοι χαρακτηριστικές φυσιογνωμίες που άφησαν ιστορία στην τοπική αγορά. Ο Κουρλιάφτης, στην Αγιά Ειρήνη: "Πίκολο ρουφιανέλο....". Ο μπαρμπά Στέλιος, από τον Μανταμάδο, που έπαιρνε το ούζο με τον τενεκέ. Ο Αποστόλης από το Καγιάνι: "Βάλε μια τσέρες....". Ο Αρχηγός από την Θερμή: "Έλα τα κουμάντα...". Ο Λιόφλος από τα Λουτρά: "Βρέ μαύρι....". Ο Περικλής από την Μεταφορική και ο Παναγιώτης που τον κυνηγούσε, να τον πειράξει: "Να πας....". Ο Μήτρος τ' Κουτ, κουτ απ΄ τα Μιστεγνά. Ο Αλής από την Πηγή: "Αχ βρε Αντριγιά, ούλα τ' τα πήρες" και ο Κυριάκος πάντα πιωμένος.... Το Παναγιωτέλ', απ' το Χάλικα, παρίστανε τον Ζορμπά του Καζαντζάκη. Ο Στέλιος ο φορτηγατζής: "Τα βαρέλια θέλουν χέρια...". Ο τσουτσού μαλλιάς... Η πλημμύρα: " Ε, τί ΄λουγιας, τί ΄λουγιας;¨. Ο Ακίνδυνος, στα Τσαμάκια μέσα στη σκηνή. Ο κυρ Βασίλης, ο γιατρός, που μας έφερνε πάντα πεπόνια, σύκα και σταφύλια για να ξεγανιάσουμε: "Αμ, έλα τσι πέτου...". Ο μπαρμπά Στέλιος απ' τους Πύργους: "Αβγά!! Ε, πόσα αυγά έφαγες;... Ούλου πιέτου..." Πολλοί επισκέπτες, ερχόντουσαν ενθουσιασμένοι να μας πουν ότι δοκίμασαν το ούζο μας και είναι το καλύτερο που έχουν πιεί!!! Άγνωστοι άνθρωποι, ξεπρόβαλαν από την πόρτα για να μας πουν ενθουσιασμένοι: "Έχετε το ωραιότερο ούζο...". Άλλοι θυμόντουσαν τους παλιούς υπαλλήλους, που έχουν φύγει από τη ζωή και κάποιους τους φτάσαμε και δουλέψαμε μαζί. Ο παππούς, ο Τζανής ο παραγγελιοδόχος. Τον ήξεραν και οι πέτρες: "Καλέ, καλέ, έλα να σε κάνω ένα κρασί να με θυμάσαι... Μωρέ.... Αχ, παλιορόφιανε...", γινόταν σα μωρό όταν τραγουδούσε το: "Λίγα λουλούδια αν θέλεις στείλε μου... έμπα και μύρισε".... Πήγαινε τις δαμιτζάνες με τα κρασιά στο πατσατζίδικο του Καλίτσα, τα ρακιά και τα κονιάκια στους καφενέδες του Κέκου, του Χαρδαλιά, του Γιακαλή, του Τάπα, του Λυρή, του Καραβαντέ, του Ανδριώτη, του Νταλαμπέκη, στον Ερμή, στου Κουτσομύτη.... Στα μπακάλικα του Μάτα, του Αξιώτη, του Σκοπελίτη, του Λεμονιά, στον Πολυζώνη: "Κάνε μια καλή τιμή και γράψτα...". Ο κυρ Κώστας, ο καλοσυνάτος άνθρωπος, ο ευγενικός πωλητής της ποτοποιίας, πάντα με ένα καλό λόγο. Ο μπάρμπα Άγγελος ο οδηγός που γύριζε στα χωριά και πουλούσε τα ποτά: "Α, με μάθ΄ς; Πα' σ' ένα πουδάρ' κάθομαι.... σαν τον Χριστό.... Το 'μαθες κι συ;", έλεγε αστειευόμενος. Ο πιο παλιός ο οδηγός, ο Μανώλης, εύθυμος πάντα, κερνούσε όλο τον κόσμο... Κόσμος πολύς μπαινόβγαινε στην ποτοποιία που θυμόταν τα παλιά αφεντικά, τον κυρ Φραγκίσκο, τον Μιχαλάκη, την κυρά Γεωργία: "τα τα τα Τατέλια...", την κυρία Ζάνα: "Υγεία και χαρά... να λέτε μόνο αισιόδοξα...". Όσους συνταξιοδοτήθηκαν, τον Ιγνάτη τον διευθυντή, τον Στρατή απ' το Καγιάνι: "Τικ, τικ, τικ... νιαρ, νιαρ...".
Όλες αυτές είναι οι αναμνήσεις ανθρώπων που πέρασαν από την ποτοποιία και συμμετείχαν με τον απλοϊκό, γραφικό τρόπο τους σε μια μεγάλη ιστορία που συνεχίζεται με την αλληλοδιαδοχή των γενεών και των συνηθειών που εναλλάσσονται και αποτυπώνονται με χιουμοριστική διάθεση σ' αυτό το κείμενο με σκοπό να μείνουν ζωντανές στη θύμησή μας οι παρουσίες αυτών των ανθρώπων, που οι περισσότεροι έχουν φύγει από αυτή τη ζωή.
Νέα παιδιά, έχουν ενσωματωθεί σήμερα στην οικογένεια Ματθαίου. Ορεξάτοι, δυναμικοί, με νέες ιδέες και προσόντα. Όπως, ο Ανδρέας: "Βρε τα μουρά, βρέι... Κοίτα με... δες με... Ήρτατι πάλε; Λαφρύυυυυ... Μπουνταλέλιμ΄ καλό..." Ο Παναγιώτης, φιλότιμος, τίμιος και εργατικός: "Εεειιι... Κολιόνε...".
Ο κ. Σταύρος Μελαχροινός, και η σύζυγός του Ιωάννα, οι σημερινοί ιδιοκτήτες. Απόγονος των Ματθαίων ο Σταύρος, κατόρθωσε με μεγάλη προσπάθεια, κόπους, επιμονή, εκσυγχρόνισε και ανακαίνισε τα τελευταία χρόνια την ποτοποιία σε όλους τους τομείς, κάνοντας την λειτουργία της εύρυθμη με σωστό προγραμματισμό και υπεύθυνη στελέχωση, προσδοκώντας και προσβλέποντας με αισιοδοξία σε υψηλότερους στόχους. Ήδη, οι πρωτιές στον τόπο μας, και οι βραβεύσεις πανελλαδικά, είναι δείγμα και επιβράβευση των επίμοχθων και μελετημένων προσπαθειών. Η κληρονομιά βαρειά. Η ιστορία, Θεού θέλοντος, θα συνεχιστεί με αγάπη, σύνεση και σεβασμό....
Στρατής Ανδριώτης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου