Η Διάλεκτός μας
Α. Οι Νεοελληνικές διάλεκτοι
Σήμερα, και κυρίως ύστερα από τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, οι τοπικές διαφοροποιήσεις της νεοελληνικής γλώσσας (διάλεκτοι) παρουσιάζουν εικόνα παρακμής, και σε μερικές περιπτώσεις έχουν εξαφανιστεί εντελώς (π.χ. η μικρασιατική διάλεκτος της Καππαδοκίας). Γενικά οι νεοελληνικές διάλεκτοι αποτελούν σήμερα στοιχείο πολιτισμικής παράδοσης παρά ζωντανή γλώσσα. Τα Λεσβιακά ιδιώματα όπως και όλα τα νεοελληνικά γενικότερα, αλλά και κάτω από την πίεση κοινωνικοοικονομικών παραγόντων (αλλαγή στις δομές των παραδοσιακών κοινωνιών που συντηρούσαν τις τοπικές γλωσσικές μορφές) και της ευρείας χρήσης της κοινής μορφής της Νέας Ελληνικής (εξάπλωσή της μέσω της υποχρεωτικής εκπαίδευσης και των ΜΜΕ) όχι μόνο χρησιμοποιούνται από όλο και λιγότερους ομιλητές (κυρίως ηλικιωμένους) αλλά και συνεχώς αλλοιώνονται σε όλα τους τα επίπεδα (φωνητική, μορφολογία, λεξιλόγιο), τείνοντας να αφομοιωθούν με την κοινή Νέα Ελληνική. Σήμερα λοιπόν θα σας απασχολήσω με το να σας παρουσιάσω ένα μέρος των χαρακτηριστικών της λεσβιακής διαλέκτου. Τις πληροφορίες άντλησα από το βιβλίο των Δημήτρη και Γιάννη Παπάνη «Λεσβιακή Λαογραφία, Λεξικό της Αγιασώτικης διαλέκτου» έκδοση Δήμου Αγιάσου, Μυτιλήνη 2000, το βιβλίο του Περικλή Χατζημιχαλάκη, «Αντισσσιώτικα, Λαογραφικά, Πολιτιστικά, Γλωσσολογικά» Καλλιθέα 1995...
Β. Τα χαρακτηριστικά της Λεσβιακής Διαλέκτου.
Όλα τα λοιπά Λεσβιακά ιδιώματα ανήκουν στα Βόρεια λεγόμενα ελληνικά ιδιώματα. Έχει πάμπολλα κοινά χαρακτηριστικά με αυτά αλλά και αρκετές βέβαια ιδιομορφίες. Τα σπουδαιότερα χαρακτηριστικά αυτής της διαλέκτου είναι τα εξής:
1. Έχουν ενσωματωθεί στον καθημερινό Λεσβιακό λόγο πολλές αρχαιοελληνικές λέξεις και φράσεις, προσαρμοσμένες βέβαια στην κατά τόπους προφορά. Επίσης απαντούμε αρχαιοελληνικά γραμματικά φαινόμενα και αρχαιοελληνικούς γραμματικούς τύπους, που δεν υπάρχουν στην σημερινή νεοελληνική γλώσσα. π.χ. ποίκα (= έχω κάνει) από τον αρχαίο ελληνικό παρακείμενο του ποιώ, απ’κάζου (= παίρνω είδηση, αντιλαμβάνομαι) από το αρχ. ρήμα απεικάζω, α-φάτσια (= τα άγουρα φρούτα) από το αρχ. όμφακες (= άγουρο), τις είνι; ( = ποιος είναι) κλπ. Ακόμα διατηρείται ο αναβιβασμός του τόνου στην κλητική των λέξεων πατέρας, μητέρα (πάτιρα, μήτιρα) κατά το αρχ. πάτερ, μήτερ. Συναντούμε τον Ξενοφώντειο τύπο του παθητικού αορίστου εδυνάσθην στην φράση “δεν δ’νάστσι του χαμό τ’ γιου τ’ Κόπ’ς” (= δεν τον άντεξε).
2. Υπάρχει σημαντική παρουσία Τουρκικών Λέξεων και φράσεων αυτούσιων ή προσαρμοσμένων στο νεοελληνικό τυπικό, όπως για παράδειγμα τα-κάτ (τουρκ. takat) = δύναμη, γιανγκίν (τουρκ. yangin) = φωτιά, γκελ μπουρ-ντά (τουρκ. gel burada) = έλα εδώ. Αλλά και μπαντακτσής (τουρκ. bataksi) = κακοπληρωτής).
3. Έχουμε λιγοστή παρουσία λέξεων άλλων γλωσσών, κυρίως Ενετικών, Ιταλικών, Αραβικών, Σλαβικών. Π.χ. αλάργα (ιταλ. alia + larga) = μακρυά, μπάντα = μεριά, πλάι (ιταλ. banda), γκατζουρίδα (6ενέτ. ganzo), γκλάβα (σλαβ. glava = κεφάλι).
4. Ευρύτατη χρήση υποκοριστικών σε – ελ’ – όπως μουρέλ’, χλιαρέλ’ (κοχλιάριον, κουταλάκι), ψαρέλ’. Άλλωστε και η χαρακτηριστική κατάληξη των Λεσβιακών επωνύμων είναι σε – έλλης – π.χ. Γιαννέλλης, Ξαφέλλης, Πλωμαριτέλλης.
5. Τοποθέτηση των προσωπικών αντωνυμιών μετά το ρήμα (ως υποκείμενο ή αντικείμενο) π.χ. ξερού γω, ποίκα τα, δώτσι μι (με χτύπησε).
6. Εμφανίζεται πολύ συχνά ο τσιτακισμός (δηλαδή η τροπή του – κ – σε παχύ -τσ -, όπωςτσείτι < κείται, τσύρ'ς < κύρης, τσιρί < κερί). 7. Συχνή εμφάνιση ενός προθετικού - α - π.χ. ασπέθα < σπίθα, αχιλώνα < χελώνα κλπ. Το αρκτικό α χρησιμοποιείται ευρύτατα, π.χ. αψ'λός < υψηλός, ατζίζου < εγγίζω, ακκλησιά < εκκλησία. 8. Προσθήκη ενός -'- στις κτητικές αντωνυμίες μετά την αποβολή του άτονου - ου -, π.χ. πατέρας ιμ' < ο πατέρας μου, γιου αδερφός ιτ < ο αδελφόςτου. Το -'- αυτό είναι ινδικής προέλευσης και καλείται νόμος svarabhakti κατά τον P. Kretchmer. 9. Για την αποφυγή χασμωδίας παρουσιάζεται ανάπτυξη ενός ευφωνικού -γ - όπως π.χ. κριγιάς < κρέας, τριγιά < τρία, βουγή < βοή. Το ευφωνικό αυτό - γ - εμφανίζεται και στα άρθρα στην αρχή ή στη μέση μιας φράσης, π.χ. Γιου Γιώρς, Γη Μαρίγια, έφ'γι γιου Κόπ'ς = έφυγε ο Προκοπής. Επίσης για την αποφυγή χασμωδίας εμφανίζεται και η ανάπτυξη ενός ευφωνικού - ν - όπως θα - ν - απουθάνου, θα - ν - έρτου. 10. Έχουμε συχνά συγκοπή ολόκληρων συλλαβών χάριν συντομοπροφο-ράς, σε σημείο που μερικές φορές οι λέξεις γίνονται αγνώριστες π.χ. καλτσέ-βγου < καβαλικεύω, Άκστους < Αύγουστος. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αυτής της τάσης είναι η προφορά μερικών Αγιασωτικων ονομάτων, που από τετρασύλλαβα κανονικά καταντούν... μονοσύλλαβα π.χ Γιώρς < Γεώργιος, Κόπ'ς < Προκόπιος, Μπάνς < Παναγιώτης. -j Και άλλα παραδείγματα: Κνιω < κουνάω, ακμπώ < ακουμπάω. 11. Μεταβολές φωνηέντων Γενικά τα άτονα φωνήεντα έχουν την τάση ν' αποβάλλονται, συχνά να συστέλλονται ή και να εκτείνονται. Ειδικότερα: Το άτονο -α- στα σύνθετα με την πρόθεση ανά τρέπεται σε -1 - π.χ. ανιγιλώ < αναγελώ, ανιμασιώ < αναμασώ, ανιφύρνου < αναφύρω, αλλά όταν τονίζεται διατηρείται π.χ. ανάστσιλα < ανάσκελα, ανάμισα < ανάμεσα. Το άτονο -ε- στην αρχή των λέξεων συνήθως αποβάλλεται ή τρέπεται σε -'-. π.χ. 'λεύτιρους < ελεύθερος, 'κατό < εκατό και ιργάτ'ς < εργάτης, ιργαλεί-ου < εργαλείο. Σε άλλες περιπτώσεις τρέπεται σε - α - (αρκτικό), π.χ. ακκλησιά < εκκλησία, ατζίζου < εγγίζω κλπ. Στο μέσο των λέξεων το άτονο - ε - ή - αϊ - τρέπεται σε -1 -, π.χ. πιρνώ < περνώ, λιμός < λαιμός, ενώ το τονιζόμενο διατηρείται κανονικά, π.χ. φέρνου, δέ-νου, παίρνου. Μερικές φορές όμως το τονιζόμενο -ε- τρέπεται σε -ο-, π.χ. σόνα < σε σένα, μόνα < σε μένα. Το άτονο - η - αποβάλλεται πάντα σία πρωτόκλιτα αρσενικά σε -ης και θηλυκά σε -η. Έτσι τα αρσενικά παροξύτονα πρωτόκλιτα σε -ης κλίνονται ως εξής: γιου ιργάτ'ς, τ' ιργάτ', τουν ιργάτ'. Επίσης την ίδια αποβολή έχουμε και στα Βαρύτονα θηλυκά της πρώτης κλίσης σε - η - (ακόμα και στα άρθρα). γη λικάν', τ'ς Λέν'ς (της Ελένης), τ'ναγάπ' σ'. Επίσης το άτονο - η - στο μέσον των λέξεων πολύ συχνά αποβάλλεται π.χ. σ'μαδεύγου < σημαδεύω, σ'κώνου < σηκώνω κλπ., αλλά και διατηρείται μερικές φορές όπως μηχανή, σημιουμένους (σημαδεμένος), κηφήνα. Το άτονο -'- της καταλήξεως των ουδετέρων πάντοτε αποβάλλεται, π.χ. λιμόν', κανόν', πάγων' κλπ. Στο μέσον των λέξεων το άτονο -1 - που προέρχεται από τροπή του - ε - σε -ι - διατηρείται π.χ. πιτράδ' < πετράδι, λιμόν' < λεμόνι. Επίσης διατηρείται το τονιζόμενο - ί- π.χ. δίνου, ριχτού, πίσου. Το άτονο - ει - της κατάληξης των ρημάτων σιο β' και γ' ενικό πρόσωπο πάντοτε αποβάλλεται, ενώ διατηρείται όταν τονίζεται, π.χ. πιάν'ς, χάν'ς, παίρν', δίν', αλλά θαρρείς, χουρεί. Το άτονο - ο - μερικές φορές αποβάλλεται (π.χ. ακ'λουθώ < ακολουθώ) συχνότερα όμως τρέπεται σε - ου - όπως άπουρους < άπορος. Έτσι τα ουσιαστικά και επίθετα της β' κλίσης με κατάληξη - ος - και ουδέτερο - ο - τρέπουν την κατάληξη σε - ους - ου. π.χ. άθριπους < άνθρωπος, πόνους < πόνος καιουδ. παράπουνου, ανάπουδου. Το άτονο - ου - στο μέσον των λέξεων συχνά αποκόπτεται π.χ. κ'μπί < κουμπί, κ'τσί < κουκί αλλά μουρμουράς, τούμπανου. Το άτονο - υ - συνήθως αποκόπτεται π.χ. 6'ζαίνου, ζ'γαριά, σ'μπέθιρους, αλλά ζυγά, τυρί. Τέλος το άτονο - ω - τρέπεται σε - ου -, π.χ. μούρο < μωρό, ζουγραφίζου, ζουντανεύγου. Έτσι όλα τα παροξύτονα ρήματα σε - ω - καταλήγουν σε -ου π.χ. 6ουλιάζου, πιάνου κλπ. ενώ τα οξύτονα σε - ω - το διατηρούν π.χ. πιρνώ, ΠΟυνίώ, Κλπ. Σημειώνουμε τέλος ότι σε μερικά οξύτονα σε -λώ ή -νώ αναπτύσσεται ένα -ι - και έτσι παίρνουν τη χαρακτηριστική προφορά σε -λιώ ή -νιώ π.χ. παρακαλώ > παρακαλιώ, πονώ > πουνιώ κλπ. (αλλάχαλώ, μ’λώ, β’λώ, κλπ.).
12 Προφορά συμφώνων.
Η προφορά μερικών συμφώνων στην Αγιασώτικη διάλεκτο διαφοροποιείται κάπως από τη συνήθη νεοελληνική προφορά με κύριο χαρακτηριστικό την παχύτερη προφορά του – ζ – και κυρίως του – σ – σε διάφορες περιπτώσεις. Επειδή όμως οι κανόνες της προφοράς που διατυπώνονται παρακάτω είναι σαφείς και σχεδόν χωρίς εξαιρέσεις, δεν θεωρήσαμε σκόπιμο στο κείμενο να προσθέσουμε ειδικά σημάδια δηλωτικά της διαφορετικής προφοράς κάποιων συμφώνων. Αντίθετα χρησιμοποιούμε την απόστροφο (‘) για την υποδήλωση της αποκοπής των φωνηέντων.
α) Το – γ – μετά την αποκοπή ενός ακολουθούντος άτονου -1 – ή – ει – εξακολουθεί να προφέρεται όπως στις συλλαβές -για, -γιου, -γιω, -γη, κλπ. π.χ. προυσφάγ’, λέγ’, ζ’λεύγ’ς.
β) το – ζ – όταν ακολουθούν τα φωνήεντα α, ε, ο, ω και το -ου προφέρεται κανονικά. Π.χ. ζάρ’, ζόρ’. Όταν όμως μετά το – ζ – ακολουθεί η, ι, υ τότε το – ζ – προφέρεται παχύ όπως το γαλλικό j ακόμα και όταν τα άτονα η, ι, υ έχουν αποκοπεί. Π.χ. ζύγ’, ζημιά, ζ’γαριά, ζ’μούσια (ζυμώνω). Αλλά όταν μετά το – ζ – ακολουθεί -1 – που προέρχεται από τροπή ενός άτονου – ε – σε -1 – τότε το – ζ – προφέρεται κανονικά. Π.χ. ζιρ6ός < ζερβός, ζιματί-ζου < ζεματίζω. Τέλος στο ρήμα ζω το - ζ - προφέρεται παχιά για να διακρίνεται από το ζο < ζώον. γ) Το - λ - προφέρεται όπως στη νεοελληνική λέξη λιάζομαι, όταν μετά από το - λ - ακολουθεί φθόγγος -1 - (ι - η - υ - οι - ει) ακόμα και όταν υπάρχει αποκοπή του φθόγγου -1 - λόγω ατονίας. Π.χ. ψαρέλ' < ψαρέλι, αλ'τουργιά < λειτουργία, αλ'φή < αλοιφή. Όταν όμως το -1 - προέρχεται από τροπή ενός άτονου - ε - ή - αϊ - σε -1 - τότε το - λ - προφέρεται κανονικά υπερωικά π.χ. λικάν' < Λεκάνη, Λιμός <λαι-μός, Λιμόν' < Λεμόνι. δ) Το - ν - προφέρεται όπως στην ηχοποίητη Λέξη νιάου, όταν μετά το - ν - ακολουθεί φθόγγος -1 - (ι,η, ει, οι, υ) π.χ. νείδια (όνειδος) μνήμα, μνοιάζου. Με τον ίδιο τρόπο προφέρεται το - ν - και όταν ο φθόγγος -1 - έχει αποκοπεί Λόγω ατονίας. Π.χ. μπαίν'ς < μπαίνεις, Βγαίν' < βγαίνει, μισάν'χτους. Όταν όμως μετά το - ν - ακολουθεί -1 - που προέρχεται από τροπή ενός άτονου - ε - σε -1 -τότετο - ν - προφέρεται υπερωικά π.χ. νικρός < νεκρός, νιρό < νερό. Υπερωικά επίσης προφέρεται το - ν - όταν ακολουθούν άλλα φωνήεντα πλην του -1 - καθώς και στο σύμπλεγμα - ντ - π.χ. ναμστός (ξακουστός), νέμ' (υγρασία), νουγώ ( καταλαβαίνω), νταβούλ' (τύμπανο). ε) Το - σ - προφέρεται κανονικά συριστικά όταν ακολουθούν τα φωνήεντα α, ε, ο, ω, ου ή άλλα σύμφωνα πλην μ, ν π.χ. σαμάρ', σελ'νου < σέλινο, σπω, σταφίδα, σχήμα. Όταν όμως ακολουθεί φθόγγος -1 - (ι, η, ει, οι, υ) το - σ - προφέρεται παχιά όπως στην Αγγλική λέξη she ακόμα και όταν ο φθόγγος -1 - έχει αποκοπεί ως άτονος. Π.χ. σήμιρα, σύκου, σίδηρου, βασ'λές < βασιλεύς, σ'τάρ < σιτάρι κλπ. Αντιθέτως όταν το -1 - προέρχεται από τροπή ενός άτονου - ε - σε -1 - τότε το - σ - προφέρεται κανονικά συριστικά, π.χ. σιντούτσ' < σεντούκι, σιβντάς < σεβντάς. Προφέρεται επίσης παχιά όταν ακολουθούν τα έρρινα μ, ν. π.χ. σμαρίζου < σημαδεύω, σνεικάζου = χορταίνω, σμαζώνου = συμμαζεύω κλπ. Το -σ- της πρόθεσης συν στα σύνθετα, μετά την αποκοπή του άτονου -υ- και όταν ακολουθούν τα ψιλά σύμφωνα κ, π, τ ή τα β και γ προφέρεται σαν ζ π.χ. ζμπέθιρους < συν + πεθερός, ζ'γκάφτου < συν + καίγομαι, ζ'βάζου < συν + Βάζω, αζβέστ'ς < ασβέστης. Στο σύμπλεγμα - τσ - έχουμε παχιά προφορά του - σ - όταν ακολουθεί -1 -π.χ. στσιάχτρου < σκιάχτρο, αστσίστ'ς = (είδος θάμνου). Επίσης υπάρχει παχιά προφορά όταν οι λέξεις με το σύμπλεγμα - στ - προέρχονται από την τουρκική γλώσσα, όπου σ' αυτήν χρησιμοποιείται το γράμμα c = τσ π.χ. τσατάλ' < τουρκ. catal = διχάλα, τσαπ < τουρκ. cap = απάτη, τσακμάκ < τουρκ. camak = αναπτήρας. > Στις άλλες περιπτώσεις το – τσ – προφέρεται κανονικά συριστικά π.χ. τσάπα, τσατίζου. Τέλος παχιά προφέρεται το – το – σε όλες τις περιπτώσεις “τσιτακισμού” όταν δηλαδή προέρχεται από τροπή του-κ-σε-τσ-.Π.χ. σουκάτς’ < σοκάκι, λου-λάτς’ < λουλάκι. Το τελικό όμως – ς – στις άλλες περιπτώσεις προφέρεται πάντα συριστικά π.χ. πατέρας, σακάτ’ς (ανάπηρος). στ) Στο διπλό γράμμα – ξ – (κσ) το – σ – προφέρεται παχύ όταν ακολουθεί το γράμμα – υ – π.χ. ξύλου, ξύνου κλπ. ακόμα και όταν το – υ – έχει αποκοπεί π.χ. ξ’λάγγουρου (= είδος αγγουριού), ξ’ώ = ξύνω. Επίσης το – ξ – έχει παχιά προφορά και όταν ακολουθεί οποιοδήποτε άλλο φωνήεν που έχει όμως αποκοπεί ως άτονο π.χ. ξ’νός < ξινός, ξ’μφών’ < ξημερώνει. Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις το – ξ – προφέρεται κανονικά συριστικά π.χ. ξηρός, ξκρεύγου, ξιπιτώ κλπ. (εξαιρείται μόνο η λέξη ξκρτέρ (= είδος γερακι-ού).
ζ) Στο διπλό γράμμα – ψ – (πσ) το – σ – προφέρεται παχιά όταν ακολουθεί οποιοσδήποτε φθόγγος -1 – (ι, η, ει, οι, υ) π.χ. ψυρούτ’ς = είδος γλυκίσματος, ψήφις = χάντρες, ψείρα, ψιάζου (= ψάχνω) ακόμα και όταν ο φθόγγος -1 – έχει αποκοπεί ως άτονος π.χ. ψ’τό < ψητό, ψ’λό < ψιλό κλπ. Όταν όμως το -1 – προέρχεται από τροπή ενός άτονου – ε – σε -1 – τότε το – ψ – προφέρεται κανονικά συριστικά π.χ. ψιγάδ’ < ψεγάδι. Σ’ όλες τις άλλες περιπτώσεις το – ψ – προφέρεται κανονικά συριστικά π.χ. ψαθί, ψέμα, ψόφους.
η) Τέλος τα συμπλέγματα γκ και γγ όταν ακολουθεί φθόγγος -1 – (ι, ει, υ) τρέπονται σε – τζ – και προφέρονται παχιά όπως π.χ. ατζίζου < εγγίζω, κάτζιλου < κάγκελο, ατζό < αγγείο, τζλώνου < αγκυλώνω. Στις άλλες περιπτώσεις τα συμπλέγματα γκ και γγ προφέρονται κανονικά π.χ. αγκάθ’, αγκαστρώνου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου