Ήταν κάτι χειμωνιάτικα πρωϊνά, πριν χαράξει ο ήλιος και ροδίσουν τα σύννεφα και οι βουνοκορφές της Ανατολής, που αισθανόταν τυχερός όποιος μπορούσε να βρίσκεται στο λιμάνι της Θερμής, όπου ήταν αραγμένα πολλά καΐκια και συναντούσε εκεί αρκετούς από τους ντόπιους ψαράδες που αλίευαν στους παράλιους ψαρότοπους της Λέσβου. Καθισμένοι πρόχειρα πάνω στα φαλάγγια ή σε κάποια κουτούκια που είχε ξεβράσει η θάλασσα, γύρω από την μεγάλη φωτιά που είχαν αναμμένη για να ζεσταθούν, περιμένανε να ξημερώσει για να σιγουρευτούν για τον καιρό πριν λύσουν τους κάβους των καϊκιών τους και ξεκινήσουν για να ψαρέψουν...
Ήταν πραγματική χάρη, το να κάθεσαι δίπλα σε έμπειρους καπεταναίους, απλοϊκούς στο χαρακτήρα θαλασσινούς ανθρώπους, που είχαν περάσει όλη τους τη ζωή μέσα στη θάλασσα, χρόνια ολόκληρα, και που ξέρανε από πρώτο χέρι τις αλλαγές των καιρών και των ανέμων, καθώς παρασέρνανε τις θάλασσες και από μπουνάτσα που ήτανε, σηκωνόντουσαν κύματα που ως ώρας θέριευαν και γινόντουσαν τρικυμία, μέχρι που πάλι κόπαζαν και γαλήνευαν. Κάθε άνεμος είχε γι’ αυτούς ιδιαίτερη σημασία, αφού τους συντρόφευε ολημερίς στη δούλεψή τους, τους θαλασσόδερνε καθώς δουλεύανε ή αρμενίζανε έχοντας τον καιρό πλώρα ή πρίμα, δίνοντας στα καΐκια και στις βάρκες το ανάλογο μπότζι.
Κρατώντας ένα ξύλο στο χέρι του, ο καπετάνιος σκάλιζε τη φωτιά σπρώχνοντας τα αποκαΐδια που είχαν απομείνει γύρω της, και μέσα στη σκοτεινιά της νύχτας γυρνούσε σιγανά το πρόσωπό του προς τα εκεί που φυσούσε ο αγέρας, προσπαθώντας να αφουγκραστεί τον καιρό. Άκουγε τη θάλασσα που χτυπούσε πάνω στις στεριές, βγάζοντας τους γνωστούς ήχους πάνω στα βράχια της ακρογιαλιάς και έπαιρνε αφορμή για να εξηγήσει στην φίλη παρέα που τον λόγιαζε μέσα στα μάτια του που σπινθηρίζανε, τα ονόματα που είχαν δοσμένα ξεχωριστά σε κάθε έναν άνεμο, αιώνες τώρα. Ήξερε και διέκρινε καλά τα σημάδια των καιρών, από το χρώμα του ουρανού, τις κινήσεις και τα σχέδια που έκαναν τα σύννεφα, τις αστραπές και τις βροντές, τις ρεματικές και τα τερτίπια της θάλασσας. Οι ψαράδες σε τούτα τα μέρη, χιονιά λέγανε τον καιρό που το χειμώνα φύσαγε αγέρας από τα βόρεια καί έκανε παγωνιά, κρύο πολύ, επειδή αλλού χιόνιζε, αλλά εδώ σε τούτα τα παράλια χιόνιζε πολύ σπάνια και συνήθως έριχνε χιονόνερο. Πάντα ξέρανε από τα σημάδια που βλέπανε, ότι άμα τον χειμώνα αστράφτει από τον Βοριά, θα φυσούσε από εκεί δυνατός αγέρας, που σήμαινε για τους ψαράδες ότι θα δένανε τα καΐκια τους για όσες μέρες θα διαρκούσε ο καιρός αυτός και πάντα όταν φυσούσαν βοριάδες, τα νερά της θάλασσας ήτανε ξέρες. Άμα καλοκαίριαζε τον ίδιο αυτό άνεμο, δηλαδή τον βόρειο, τον λέγανε Τραμουντάνα. Απ’ όξω από τον βοριά έβγαζε πότε–πότε και ένα αγέρι που το λέγανε «μαγαρισιά».
Τον χειμώνα, Γρέο και όχι Γραίγο όπως τον λένε «ναυτικά», ονομάζανε τον βορειοανατολικό άνεμο, που τους καλοκαιρινούς μήνες τον λέγανε «μελτέμι» και που μέσα στο κάμα καί στις ζέστες έφερνε δροσιά, και πολλές φορές επειδή τα μέρη τούτα ήταν στο «μάτι» αυτού του ανέμου, φυσούσε δυνατά για αρκετές μέρες ασταμάτητα. Γρεοτραμουντάνα λέγανε τον Βόρειο-βορειοανατολικό καί Γρεολεβάντες ήταν ο Ανατολικός-βορειοανατολικός. Λεβάντες ήταν ο Ανατολικός άνεμος καί άμα ο ήλιος είχε ανατείλει και δεν είχε σύννεφα στην ανατολή, ξέρανε ότι θα είχαν καλό καιρό. Αν ο ουρανός το πρωί ήταν κοκκινωπός ή κιτρινωπός σήμαινε αγέρα ή βροχή και όταν ο ήλιος ήταν ασπριδερός ή θαμπός, προμήνυε βροχή. Σοροκολεβάντες ήταν ο Ανατολικός–νοτιοανατολικός άνεμος καί όλοι αυτοί οι καιροί ξεμπουκέρνανε από τα απέναντι Μικρασιάτικα βουνά.
Σορόκο λέγανε τον Νοτιοανατολικό άνεμο και Σοροκάδα ονομάζανε γενικώς τον αεράκι από την κατεύθυνση εκείνη. Οστριοσορόκος ήταν ο Νότιο–νοτιοανατολικός άνεμος και από το νοτιά φύσαγε η Όστρια που πολλές φορές έφερνε βροχή. Ειδικά αν άστραφτε από τη νοτιά, η βροχή ήταν σίγουρη. Με τον καιρό αυτό, οι θάλασσες ήταν πλήμμες, φουσκοθαλασσιά όπως τη λέγανε, και όταν φυσούσε το καλοκαίρι ένα ανέμι σαν «παρανότι», σήμαινε ότι καλούσε τον βοριά, και μέχρι να βραδιάσει πετούσε την τραμουντάνα. Αν σηκωνόταν αγέρας πριν από τη βροχή, ξέρανε ότι γρήγορα θα καλοσύνευε και όταν φυσούσε αγέρας μετά τη βροχή, ότι θα δυνάμωνε περισσότερο ο αγέρας.
Ο Οστριογάρμπης ήταν ο Νότιο–νοτιοδυτικός αγέρας, καί Γαρμπής ο Νοτιοδυτικός που έφερνε και χαλάζι. Πουνεντογάρμπης ήταν ο Δυτικός–νοτιοδυτικός καί Πουνέντε λέγανε τον Δυτικό άνεμο, ενώ Πουνεντομαΐστρο ονομάζανε τον Δυτικό–βορειοδυτικό. Επίσης, Μαΐστρο ονομάζανε τον Βορειοδυτικό άνεμο, που κι’ αυτός έφερνε χαλάζι και Μαΐστροτραμουντάνα ήταν ο Βόρειο–βορειοδυτικός άνεμος. Αν την ώρα που έδυε ο ήλιος, ο ουρανός είχε ρόδινο ή ανοιχτό πορτοκαλί χρώμα χωρίς σύννεφα, αυτά τα σημάδια σήμαιναν καλό καιρό. Αν ο ουρανός είχε κίτρινο χρώμα, προμήνυε αγέρα και άμα ήταν ωχροκίτρινος, θα έφερνε και βροχή. Όταν το χρώμα στη δύση ήταν σκοτεινό, είχε θολούρα και έκανε αντηλιά, θα έφερνε βροχή μαζί με αγέρα. Άμα οι ακτίνες του ήλιου που έδυε, περνούσαν μέσα από τα σύννεφα, αυτό ήταν σημάδι του αγέρα. Ήλιος που φαίνονταν μικρός όταν έδυε, θα έφερνε αγέρα δυνατό και όταν νύχτωνε και είχε ξαστεριά τη νύχτα με δροσιά, θα έκανε ωραίο καιρό. Αν τα αστέρια λάμπανε πολύ, περιμένανε βροχή και αν υπήρχε φωτοστέφανο γύρω από το φεγγάρι ή τον ήλιο σήμαινε αγέρα, βροχή καί πτώση της θερμοκρασίας. Άμα ένας φωτεινός κύκλος συνόδευε τον ήλιο ή το φεγγάρι σήμαινε βελτίωση του καιρού. Αν ο ήλιος ή το φεγγάρι φαίνονταν στον ορίζοντα μεγαλύτερα, περιμένανε βροχή. Το καινούργιο φεγγάρι άμα ήταν όρθιο, σήμαινε ότι ο καραβοκύρης θα κοιμόταν ήσυχος, δηλ. θα έκανε καλό καιρό. Όταν το φεγγάρι ήταν ανάσκελο, έδειχνε ότι ο καραβοκύρης έπρεπε να είναι όρθιος, δηλ. ανήσυχος, γιατί θα χαλούσε ο καιρός και αν το φεγγάρι είχε αστέρι πλάι του θα έφερνε κακοκαιρία. Ξέρανε μάλιστα, ότι λίγες μέρες πριν ή μετά του Ευαγγελισμού, χαλούσε για λίγο ο καιρός λόγω της ισομερείας.
Καθώς ξημέρωνε, όταν οι γλάροι το πρωί φεύγανε ανοιχτά, προβλέπανε ότι θα είχε καλό καιρό. Αν παρέμεναν κοντά στη στεριά, θα ερχόταν κακοκαιρία. Άμα τα χταπόδια τρυπώνανε στα θολάμια τους και τα σκεπάζανε με βότσαλα, προμηνύονταν φουρτούνα. Όταν τα ψάρια βγαίνανε, πηδούσαν και «παίζανε» στην επιφάνεια της θάλασσας κάνοντας ρεματικές, ή όταν τα δελφίνια έκαναν βουτιές, ήταν και αυτό προμήνυμα ότι θα χαλούσε ο καιρός. Πολύ καθαρή ατμόσφαιρα που έφερνε τα μακρινά βουνά ή τα νησιά πιο κοντά τους, ήταν σημάδι ότι θα έβρεχε. Αν οι κάβοι και οι βραχονησίδες φαίνονταν να προεξέχουν από την επιφάνεια της θάλασσας, σα να ’τρωγε η θάλασσα τις στεριές, θα φυσούσαν νοτιάδες. Άμα τα σύννεφα τρέχανε σε αντίθετη κατεύθυνση από τον αγέρα ή όταν φαίνονταν σα να κυνηγάνε το ένα σύννεφο τ’ άλλο, θα ξεσπούσε θύελλα. Τα σύννεφα που τα βλέπανε να τρέχουν σήμαιναν κακοκαιρία καί όταν τα μικρά σύννεφα μεγαλώνανε καταλάβαιναν ότι θα ερχόταν βροχή. Άμα τα μεγάλα σύννεφα μικραίνανε, ξέρανε ότι ο καιρός θα βελτιωνόταν. Όταν έριχνε βροντές το πρωί, θα φυσούσε αγέρας από ’κει που ακούγονταν οι βροντές. Άμα άστραφτε και βρόνταγε συγχρόνως, προμηνύονταν καταιγίδα, που την λέγανε «αντάρα» δηλαδή κακοκαιρία. Σαν ακούγανε βροντές τη νύχτα, ξέρανε ότι μπορεί να έπιανε ξαφνική καταιγίδα, «μπουρίνι» όπως το λέγανε και «στριφαδούρα». Όταν άστραφτε ή βροντούσε χωρίς να βρέχει, θα ερχόταν καταιγίδα. Το «ουράνιο τόξο» το λέγανε «καιρασουλάκι» και άμα έβγαινε το πρωΐ, σήμαινε ότι μέχρι το απόγευμα θα ερχόταν κακοκαιρία. Αν έβγαινε το απόγευμα, σήμαινε ότι με την επαύριο θα είχε καλοσύνη.
Έτσι πρακτικά καί εμπειρικά ζούσαν καθημερινά τα καιρικά φαινόμενα οι απλοϊκοί ψαράδες. Δεν είχε σημασία γι’ αυτούς, ότι επιστημονικά η αιτία των ανέμων είναι η διαφορετική θερμοκρασία κάποιων περιοχών που επειδή η ατμοσφαιρική πίεση της περισσότερο ψυχρής είναι μεγαλύτερη της άλλης (της θερμότερης), έχει ως αποτέλεσμα να κινείται αέρια μάζα από τη ψυχρότερη προς τη θερμότερη περιοχή, προκαλώντας τους ανέμους και ότι κάποιες ανάλογες κινήσεις δημιουργούν τα θαλάσσια ρέματα, στα οποία είχαν δώσει τις δικές τους ονομασίες, όπως το ρέμα του χιονιά, της νοτιάς και άλλων που έβρισκαν προς τα πού τραβάει, αφήνοντας ένα κοφίνι ή μια σημαδούρα στη θάλασσα, και βάζοντας σημάδια με τις στεριές, παίρνοντάς το αργότερα και βλέποντας προς ποια κατεύθυνση έχει παρασυρθεί, ξέροντας έτσι πόσο «ψηλά» στα μπλέματα θα καλάρουν.
Κάθε ένας από τους αγέρηδες έφερνε στη μνήμη των θαλασσινών, πολλές ιστορίες που είχαν ζήσει πάνω στη δούλεψή τους. Τα παλιά τους τα καΐκια ήταν και αυτά ανεμοδαρμένα από τις θαλασσορίες και τις κακουχίες των θαλασσινών περιπετειών. Εξιστορούσαν κάποιες από αυτές, που όσες φορές και αν τις άκουγες δεν τις χόρταινε ο νούς σου. Ούτε εκείνοι κουραζόντουσαν να τις ξαναλέν, νοιώθοντας χαρούμενοι που τις είχαν ζήσει. Ήταν οι στιγμές που αυτές οι διηγήσεις τους ξεκούραζαν, έστω και αν ήταν ιστορίες που πολλές φορές τους είχαν ταλαιπωρήσει αφάνταστα.
Στρατής Ανδριώτης
Ήταν πραγματική χάρη, το να κάθεσαι δίπλα σε έμπειρους καπεταναίους, απλοϊκούς στο χαρακτήρα θαλασσινούς ανθρώπους, που είχαν περάσει όλη τους τη ζωή μέσα στη θάλασσα, χρόνια ολόκληρα, και που ξέρανε από πρώτο χέρι τις αλλαγές των καιρών και των ανέμων, καθώς παρασέρνανε τις θάλασσες και από μπουνάτσα που ήτανε, σηκωνόντουσαν κύματα που ως ώρας θέριευαν και γινόντουσαν τρικυμία, μέχρι που πάλι κόπαζαν και γαλήνευαν. Κάθε άνεμος είχε γι’ αυτούς ιδιαίτερη σημασία, αφού τους συντρόφευε ολημερίς στη δούλεψή τους, τους θαλασσόδερνε καθώς δουλεύανε ή αρμενίζανε έχοντας τον καιρό πλώρα ή πρίμα, δίνοντας στα καΐκια και στις βάρκες το ανάλογο μπότζι.
Κρατώντας ένα ξύλο στο χέρι του, ο καπετάνιος σκάλιζε τη φωτιά σπρώχνοντας τα αποκαΐδια που είχαν απομείνει γύρω της, και μέσα στη σκοτεινιά της νύχτας γυρνούσε σιγανά το πρόσωπό του προς τα εκεί που φυσούσε ο αγέρας, προσπαθώντας να αφουγκραστεί τον καιρό. Άκουγε τη θάλασσα που χτυπούσε πάνω στις στεριές, βγάζοντας τους γνωστούς ήχους πάνω στα βράχια της ακρογιαλιάς και έπαιρνε αφορμή για να εξηγήσει στην φίλη παρέα που τον λόγιαζε μέσα στα μάτια του που σπινθηρίζανε, τα ονόματα που είχαν δοσμένα ξεχωριστά σε κάθε έναν άνεμο, αιώνες τώρα. Ήξερε και διέκρινε καλά τα σημάδια των καιρών, από το χρώμα του ουρανού, τις κινήσεις και τα σχέδια που έκαναν τα σύννεφα, τις αστραπές και τις βροντές, τις ρεματικές και τα τερτίπια της θάλασσας. Οι ψαράδες σε τούτα τα μέρη, χιονιά λέγανε τον καιρό που το χειμώνα φύσαγε αγέρας από τα βόρεια καί έκανε παγωνιά, κρύο πολύ, επειδή αλλού χιόνιζε, αλλά εδώ σε τούτα τα παράλια χιόνιζε πολύ σπάνια και συνήθως έριχνε χιονόνερο. Πάντα ξέρανε από τα σημάδια που βλέπανε, ότι άμα τον χειμώνα αστράφτει από τον Βοριά, θα φυσούσε από εκεί δυνατός αγέρας, που σήμαινε για τους ψαράδες ότι θα δένανε τα καΐκια τους για όσες μέρες θα διαρκούσε ο καιρός αυτός και πάντα όταν φυσούσαν βοριάδες, τα νερά της θάλασσας ήτανε ξέρες. Άμα καλοκαίριαζε τον ίδιο αυτό άνεμο, δηλαδή τον βόρειο, τον λέγανε Τραμουντάνα. Απ’ όξω από τον βοριά έβγαζε πότε–πότε και ένα αγέρι που το λέγανε «μαγαρισιά».
Τον χειμώνα, Γρέο και όχι Γραίγο όπως τον λένε «ναυτικά», ονομάζανε τον βορειοανατολικό άνεμο, που τους καλοκαιρινούς μήνες τον λέγανε «μελτέμι» και που μέσα στο κάμα καί στις ζέστες έφερνε δροσιά, και πολλές φορές επειδή τα μέρη τούτα ήταν στο «μάτι» αυτού του ανέμου, φυσούσε δυνατά για αρκετές μέρες ασταμάτητα. Γρεοτραμουντάνα λέγανε τον Βόρειο-βορειοανατολικό καί Γρεολεβάντες ήταν ο Ανατολικός-βορειοανατολικός. Λεβάντες ήταν ο Ανατολικός άνεμος καί άμα ο ήλιος είχε ανατείλει και δεν είχε σύννεφα στην ανατολή, ξέρανε ότι θα είχαν καλό καιρό. Αν ο ουρανός το πρωί ήταν κοκκινωπός ή κιτρινωπός σήμαινε αγέρα ή βροχή και όταν ο ήλιος ήταν ασπριδερός ή θαμπός, προμήνυε βροχή. Σοροκολεβάντες ήταν ο Ανατολικός–νοτιοανατολικός άνεμος καί όλοι αυτοί οι καιροί ξεμπουκέρνανε από τα απέναντι Μικρασιάτικα βουνά.
Σορόκο λέγανε τον Νοτιοανατολικό άνεμο και Σοροκάδα ονομάζανε γενικώς τον αεράκι από την κατεύθυνση εκείνη. Οστριοσορόκος ήταν ο Νότιο–νοτιοανατολικός άνεμος και από το νοτιά φύσαγε η Όστρια που πολλές φορές έφερνε βροχή. Ειδικά αν άστραφτε από τη νοτιά, η βροχή ήταν σίγουρη. Με τον καιρό αυτό, οι θάλασσες ήταν πλήμμες, φουσκοθαλασσιά όπως τη λέγανε, και όταν φυσούσε το καλοκαίρι ένα ανέμι σαν «παρανότι», σήμαινε ότι καλούσε τον βοριά, και μέχρι να βραδιάσει πετούσε την τραμουντάνα. Αν σηκωνόταν αγέρας πριν από τη βροχή, ξέρανε ότι γρήγορα θα καλοσύνευε και όταν φυσούσε αγέρας μετά τη βροχή, ότι θα δυνάμωνε περισσότερο ο αγέρας.
Ο Οστριογάρμπης ήταν ο Νότιο–νοτιοδυτικός αγέρας, καί Γαρμπής ο Νοτιοδυτικός που έφερνε και χαλάζι. Πουνεντογάρμπης ήταν ο Δυτικός–νοτιοδυτικός καί Πουνέντε λέγανε τον Δυτικό άνεμο, ενώ Πουνεντομαΐστρο ονομάζανε τον Δυτικό–βορειοδυτικό. Επίσης, Μαΐστρο ονομάζανε τον Βορειοδυτικό άνεμο, που κι’ αυτός έφερνε χαλάζι και Μαΐστροτραμουντάνα ήταν ο Βόρειο–βορειοδυτικός άνεμος. Αν την ώρα που έδυε ο ήλιος, ο ουρανός είχε ρόδινο ή ανοιχτό πορτοκαλί χρώμα χωρίς σύννεφα, αυτά τα σημάδια σήμαιναν καλό καιρό. Αν ο ουρανός είχε κίτρινο χρώμα, προμήνυε αγέρα και άμα ήταν ωχροκίτρινος, θα έφερνε και βροχή. Όταν το χρώμα στη δύση ήταν σκοτεινό, είχε θολούρα και έκανε αντηλιά, θα έφερνε βροχή μαζί με αγέρα. Άμα οι ακτίνες του ήλιου που έδυε, περνούσαν μέσα από τα σύννεφα, αυτό ήταν σημάδι του αγέρα. Ήλιος που φαίνονταν μικρός όταν έδυε, θα έφερνε αγέρα δυνατό και όταν νύχτωνε και είχε ξαστεριά τη νύχτα με δροσιά, θα έκανε ωραίο καιρό. Αν τα αστέρια λάμπανε πολύ, περιμένανε βροχή και αν υπήρχε φωτοστέφανο γύρω από το φεγγάρι ή τον ήλιο σήμαινε αγέρα, βροχή καί πτώση της θερμοκρασίας. Άμα ένας φωτεινός κύκλος συνόδευε τον ήλιο ή το φεγγάρι σήμαινε βελτίωση του καιρού. Αν ο ήλιος ή το φεγγάρι φαίνονταν στον ορίζοντα μεγαλύτερα, περιμένανε βροχή. Το καινούργιο φεγγάρι άμα ήταν όρθιο, σήμαινε ότι ο καραβοκύρης θα κοιμόταν ήσυχος, δηλ. θα έκανε καλό καιρό. Όταν το φεγγάρι ήταν ανάσκελο, έδειχνε ότι ο καραβοκύρης έπρεπε να είναι όρθιος, δηλ. ανήσυχος, γιατί θα χαλούσε ο καιρός και αν το φεγγάρι είχε αστέρι πλάι του θα έφερνε κακοκαιρία. Ξέρανε μάλιστα, ότι λίγες μέρες πριν ή μετά του Ευαγγελισμού, χαλούσε για λίγο ο καιρός λόγω της ισομερείας.
Καθώς ξημέρωνε, όταν οι γλάροι το πρωί φεύγανε ανοιχτά, προβλέπανε ότι θα είχε καλό καιρό. Αν παρέμεναν κοντά στη στεριά, θα ερχόταν κακοκαιρία. Άμα τα χταπόδια τρυπώνανε στα θολάμια τους και τα σκεπάζανε με βότσαλα, προμηνύονταν φουρτούνα. Όταν τα ψάρια βγαίνανε, πηδούσαν και «παίζανε» στην επιφάνεια της θάλασσας κάνοντας ρεματικές, ή όταν τα δελφίνια έκαναν βουτιές, ήταν και αυτό προμήνυμα ότι θα χαλούσε ο καιρός. Πολύ καθαρή ατμόσφαιρα που έφερνε τα μακρινά βουνά ή τα νησιά πιο κοντά τους, ήταν σημάδι ότι θα έβρεχε. Αν οι κάβοι και οι βραχονησίδες φαίνονταν να προεξέχουν από την επιφάνεια της θάλασσας, σα να ’τρωγε η θάλασσα τις στεριές, θα φυσούσαν νοτιάδες. Άμα τα σύννεφα τρέχανε σε αντίθετη κατεύθυνση από τον αγέρα ή όταν φαίνονταν σα να κυνηγάνε το ένα σύννεφο τ’ άλλο, θα ξεσπούσε θύελλα. Τα σύννεφα που τα βλέπανε να τρέχουν σήμαιναν κακοκαιρία καί όταν τα μικρά σύννεφα μεγαλώνανε καταλάβαιναν ότι θα ερχόταν βροχή. Άμα τα μεγάλα σύννεφα μικραίνανε, ξέρανε ότι ο καιρός θα βελτιωνόταν. Όταν έριχνε βροντές το πρωί, θα φυσούσε αγέρας από ’κει που ακούγονταν οι βροντές. Άμα άστραφτε και βρόνταγε συγχρόνως, προμηνύονταν καταιγίδα, που την λέγανε «αντάρα» δηλαδή κακοκαιρία. Σαν ακούγανε βροντές τη νύχτα, ξέρανε ότι μπορεί να έπιανε ξαφνική καταιγίδα, «μπουρίνι» όπως το λέγανε και «στριφαδούρα». Όταν άστραφτε ή βροντούσε χωρίς να βρέχει, θα ερχόταν καταιγίδα. Το «ουράνιο τόξο» το λέγανε «καιρασουλάκι» και άμα έβγαινε το πρωΐ, σήμαινε ότι μέχρι το απόγευμα θα ερχόταν κακοκαιρία. Αν έβγαινε το απόγευμα, σήμαινε ότι με την επαύριο θα είχε καλοσύνη.
Έτσι πρακτικά καί εμπειρικά ζούσαν καθημερινά τα καιρικά φαινόμενα οι απλοϊκοί ψαράδες. Δεν είχε σημασία γι’ αυτούς, ότι επιστημονικά η αιτία των ανέμων είναι η διαφορετική θερμοκρασία κάποιων περιοχών που επειδή η ατμοσφαιρική πίεση της περισσότερο ψυχρής είναι μεγαλύτερη της άλλης (της θερμότερης), έχει ως αποτέλεσμα να κινείται αέρια μάζα από τη ψυχρότερη προς τη θερμότερη περιοχή, προκαλώντας τους ανέμους και ότι κάποιες ανάλογες κινήσεις δημιουργούν τα θαλάσσια ρέματα, στα οποία είχαν δώσει τις δικές τους ονομασίες, όπως το ρέμα του χιονιά, της νοτιάς και άλλων που έβρισκαν προς τα πού τραβάει, αφήνοντας ένα κοφίνι ή μια σημαδούρα στη θάλασσα, και βάζοντας σημάδια με τις στεριές, παίρνοντάς το αργότερα και βλέποντας προς ποια κατεύθυνση έχει παρασυρθεί, ξέροντας έτσι πόσο «ψηλά» στα μπλέματα θα καλάρουν.
Κάθε ένας από τους αγέρηδες έφερνε στη μνήμη των θαλασσινών, πολλές ιστορίες που είχαν ζήσει πάνω στη δούλεψή τους. Τα παλιά τους τα καΐκια ήταν και αυτά ανεμοδαρμένα από τις θαλασσορίες και τις κακουχίες των θαλασσινών περιπετειών. Εξιστορούσαν κάποιες από αυτές, που όσες φορές και αν τις άκουγες δεν τις χόρταινε ο νούς σου. Ούτε εκείνοι κουραζόντουσαν να τις ξαναλέν, νοιώθοντας χαρούμενοι που τις είχαν ζήσει. Ήταν οι στιγμές που αυτές οι διηγήσεις τους ξεκούραζαν, έστω και αν ήταν ιστορίες που πολλές φορές τους είχαν ταλαιπωρήσει αφάνταστα.
Στρατής Ανδριώτης