Η θαλάσσια περιοχή της Θερμής στη Λέσβο, φέρει το προνόμιο να χαρακτηρίζεται ως ο πλέον προσιτός τόπος, που βγάζει τα καλύτερα χταπόδια, ιδίως το μήνα Μάρτιο, όπου θεωρείται ο ιδανικότερος μήνας για την αλίευσή τους...
Όλο το χρόνο, οπόταν καλοσυνεύει ο καιρός, είναι χαρακτηριστική η φιγούρα πολλών βαρκάρηδων, σκυμμένων στη θάλασσα από τη μια μπάντα της βάρκας, να βλέπουν με το γυαλί τα θολάμια στο βυθό της θάλασσας και με την μπραγκαρόλα να προσπαθούν να πιάσουν τα χταπόδια, που ξεγελιούνται από τα ομοιώματα των ψαριών που είναι δεμένα στην άκρη της πετονιάς, και καθώς επιτίθενται σ’ αυτά, κολλούν με τις βεντούζες επάνω τους για να τα «φάνε»! Τότε με το απότομο τράβηγμα της μπραγκαρόλας, το χταπόδι πιάνεται στη σαλιαγκιά που βρίσκεται δεμένο λίγο χαμηλότερα από τα ψεύτικα ψάρια και καθώς ανεβάζει ο ψαράς το χταπόδι με σίγουρες κινήσεις, προσέχει όταν αυτό ξενερίσει, να σκύψει καί να το πιάσει με το χέρι, διότι πολλές φορές ξεφεύγει μόλις βγει από το νερό. Γι’ αυτό καλού - κακού οι χταποδάδες, έχουν πάντα δίπλα τους την απόχη. Όταν ανεβάσουν το χταπόδι στη βάρκα, κόβουν το κεντρικό νεύρο του, που είναι ανάμεσα στα μάτια καί το νεκρώνουν.
Η συνέχεια της προετοιμασίας του χταποδιού, γίνεται με το κοπάνισμα πάνω στο μουράγιο ή σε κάποιον παραθαλάσσιο βράχο, αφού πρώτα βγάλουν τον ουλιό με το μελάνι και τα εντόσθιά του που βρίσκονται μέσα στην κουκούλα. Δίνονται τότε, πενήντα δυνατά χτυπήματα, και όσα ακόμα χρειάζονται με την κοπανίδα σε όλα τα μέρη του, ώστε να ξασπρίσουν και να φύγουν οι κοκκινάδες και τα μελανά σημεία. Το σγούρισμα πέρα δώθε, διαρκεί όσο χρειάζεται για να σγουρύνουν και να μαλακώσουν τα οχτώ πλοκάμια και η κουκούλα του. Τέλος, το χταπόδι απλώνεται απαραιτήτως στον αέρα για να στεγνώσει.
Οι μερακλήδες, γνώστες των καλών χταποδιών, προτιμούν τα θηλυκά επειδή είναι μαλακά και πιο εύγευστα. Ξεχωρίζουν από τα αρσενικά, από τις δύο σειρές βεντούζες πάνω στα πλοκάμια τους, που αυτές μεγεθύνονται ομοιόμορφα από τα άκρα προς την κουκούλα, σε αντίθεση με τα αρσενικά που σε κάθε πλοκαμό τους, παρεμβάλλονται ακανόνιστα μικρές και μεγάλες βεντούζες. Επίσης, οι ειδήμονες αποφεύγουν τους μοσχέους που ζουν σε λασπότοπους της θάλασσας και είναι μικρότεροι από τα χταπόδια, έχοντας σε κάθε πλοκάμι τους μια σειρά από βεντούζες, διότι γενικώς είναι πιο άγευστοι.
Το ψήσιμο ή το βράσιμο του χταποδιού πριν το φάγωμά του, αν και το χταπόδι τουρσί είναι ακόμα ένας θεσπέσιος πειρασμικός μεζές, συνοδεύεται από έναν χαριτωμένο θαλασσινό μύθο γεμάτο νόημα:
Κάθεται η χταπόδα με το χταποδάκι στον πάτο της θάλασσας, όπου με την μπραγκαρόλα πιάνουνε το χταποδάκι, και τ’ ανεβάζουνε επάνω. Το μικρό φωνάζει στη μάνα του:
- Με πιάσανε μάνα.
- Μη φοβάσαι, παιδί μου, του αποκρίνεται εκείνη.
- Με βγάλανε από το νερό μάνα, με σγουρίζουνε μάνα, φωνάζει πάλι το χταποδάκι.
- Μη φοβάσαι, παιδί μου!
- Με βράζουνε στο τσουκάλι!
- Μη φοβάσαι!
- Με τρώνε, με μασάνε!
- Μη φοβάσαι παιδί μου!
- Με καταπίνουνε!
- Μη φοβάσαι!
- Πίνουνε κρασί, μάνα!
- Αχ! Σ’ έχασα παιδί μου!
Με αυτό το μύθο διδάσκεται ότι όπως το χταποδάκι, έτσι και ο άνθρωπος, όσες δυσκολίες και αντιξοότητες περάσει στη ζωή του, δεν χάνεται. Όμως, όπως το «αθώο» κρασί, που στην περίπτωση του χταποδιού φαίνεται να το αποτελειώνει, έτσι και στη ζωή του ανθρώπου, μπορεί να του φέρνει κέφι και ευθυμία, μοιάζει όμως και με τους εχθρούς του ανθρώπου, που αν και φέρονται ευγενικά και φιλικά, στην πραγματικότητα είναι δολεροί και κακόβουλοι, που μπορεί να καταστρέψουν τον κάθε άνθρωπο.
Στρατής Ανδριώτης
Όλο το χρόνο, οπόταν καλοσυνεύει ο καιρός, είναι χαρακτηριστική η φιγούρα πολλών βαρκάρηδων, σκυμμένων στη θάλασσα από τη μια μπάντα της βάρκας, να βλέπουν με το γυαλί τα θολάμια στο βυθό της θάλασσας και με την μπραγκαρόλα να προσπαθούν να πιάσουν τα χταπόδια, που ξεγελιούνται από τα ομοιώματα των ψαριών που είναι δεμένα στην άκρη της πετονιάς, και καθώς επιτίθενται σ’ αυτά, κολλούν με τις βεντούζες επάνω τους για να τα «φάνε»! Τότε με το απότομο τράβηγμα της μπραγκαρόλας, το χταπόδι πιάνεται στη σαλιαγκιά που βρίσκεται δεμένο λίγο χαμηλότερα από τα ψεύτικα ψάρια και καθώς ανεβάζει ο ψαράς το χταπόδι με σίγουρες κινήσεις, προσέχει όταν αυτό ξενερίσει, να σκύψει καί να το πιάσει με το χέρι, διότι πολλές φορές ξεφεύγει μόλις βγει από το νερό. Γι’ αυτό καλού - κακού οι χταποδάδες, έχουν πάντα δίπλα τους την απόχη. Όταν ανεβάσουν το χταπόδι στη βάρκα, κόβουν το κεντρικό νεύρο του, που είναι ανάμεσα στα μάτια καί το νεκρώνουν.
Η συνέχεια της προετοιμασίας του χταποδιού, γίνεται με το κοπάνισμα πάνω στο μουράγιο ή σε κάποιον παραθαλάσσιο βράχο, αφού πρώτα βγάλουν τον ουλιό με το μελάνι και τα εντόσθιά του που βρίσκονται μέσα στην κουκούλα. Δίνονται τότε, πενήντα δυνατά χτυπήματα, και όσα ακόμα χρειάζονται με την κοπανίδα σε όλα τα μέρη του, ώστε να ξασπρίσουν και να φύγουν οι κοκκινάδες και τα μελανά σημεία. Το σγούρισμα πέρα δώθε, διαρκεί όσο χρειάζεται για να σγουρύνουν και να μαλακώσουν τα οχτώ πλοκάμια και η κουκούλα του. Τέλος, το χταπόδι απλώνεται απαραιτήτως στον αέρα για να στεγνώσει.
Οι μερακλήδες, γνώστες των καλών χταποδιών, προτιμούν τα θηλυκά επειδή είναι μαλακά και πιο εύγευστα. Ξεχωρίζουν από τα αρσενικά, από τις δύο σειρές βεντούζες πάνω στα πλοκάμια τους, που αυτές μεγεθύνονται ομοιόμορφα από τα άκρα προς την κουκούλα, σε αντίθεση με τα αρσενικά που σε κάθε πλοκαμό τους, παρεμβάλλονται ακανόνιστα μικρές και μεγάλες βεντούζες. Επίσης, οι ειδήμονες αποφεύγουν τους μοσχέους που ζουν σε λασπότοπους της θάλασσας και είναι μικρότεροι από τα χταπόδια, έχοντας σε κάθε πλοκάμι τους μια σειρά από βεντούζες, διότι γενικώς είναι πιο άγευστοι.
Το ψήσιμο ή το βράσιμο του χταποδιού πριν το φάγωμά του, αν και το χταπόδι τουρσί είναι ακόμα ένας θεσπέσιος πειρασμικός μεζές, συνοδεύεται από έναν χαριτωμένο θαλασσινό μύθο γεμάτο νόημα:
Κάθεται η χταπόδα με το χταποδάκι στον πάτο της θάλασσας, όπου με την μπραγκαρόλα πιάνουνε το χταποδάκι, και τ’ ανεβάζουνε επάνω. Το μικρό φωνάζει στη μάνα του:
- Με πιάσανε μάνα.
- Μη φοβάσαι, παιδί μου, του αποκρίνεται εκείνη.
- Με βγάλανε από το νερό μάνα, με σγουρίζουνε μάνα, φωνάζει πάλι το χταποδάκι.
- Μη φοβάσαι, παιδί μου!
- Με βράζουνε στο τσουκάλι!
- Μη φοβάσαι!
- Με τρώνε, με μασάνε!
- Μη φοβάσαι παιδί μου!
- Με καταπίνουνε!
- Μη φοβάσαι!
- Πίνουνε κρασί, μάνα!
- Αχ! Σ’ έχασα παιδί μου!
Με αυτό το μύθο διδάσκεται ότι όπως το χταποδάκι, έτσι και ο άνθρωπος, όσες δυσκολίες και αντιξοότητες περάσει στη ζωή του, δεν χάνεται. Όμως, όπως το «αθώο» κρασί, που στην περίπτωση του χταποδιού φαίνεται να το αποτελειώνει, έτσι και στη ζωή του ανθρώπου, μπορεί να του φέρνει κέφι και ευθυμία, μοιάζει όμως και με τους εχθρούς του ανθρώπου, που αν και φέρονται ευγενικά και φιλικά, στην πραγματικότητα είναι δολεροί και κακόβουλοι, που μπορεί να καταστρέψουν τον κάθε άνθρωπο.
Στρατής Ανδριώτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου