«Απέναντι απ’ το σπίτι μου, είναι ‘‘ξένη χώρα’’».
Τούτη η μέρα, μοιάζει να είναι ονειρική και παράξενα όμορφη. Εδώ, στην άκρη του Αιγαίου όλα φαίνονται ειρηνεμένα. Η θάλασσα, το νησί, οι στεριές, τα βουνά, τ’ αντικρινά πανέμορφα μέρη. Στα καταγάλανα νερά του νησιού καθρεφτίζονται τα χρώματα της Ανατολής, μαζί με κάτι το μυστηριώδες που αποτυπώνεται στα πρόσωπά μας, την ώρα που το μικρό πλοιάριο της γραμμής, σαλπάρει από το λιμάνι της Μυτιλήνης, για ένα ασυνήθιστο ταξίδι, διαφορετικό από τα άλλα...
Απομακρυνόμαστε ολοένα από το νησί πλέοντας πάνω στα ήρεμα νερά, χωρίζοντας στα δυο τη θάλασσα, που μοιάζει σαν μια απέραντη αγκαλιά που μας σφίγγει. Οι γλάροι κοιτούν απορημένοι, βουτώντας στα αφρισμένα απόνερα.
Αγναντεύουμε το πέλαγος, ψάχνοντας να ξεκαθαρίσουμε τις σκέψεις μας και να ξεδιαλύνουμε τα συναισθήματά μας για τον τόπο που ταξιδεύουμε. Το μαρτυρικό Αϊβαλί, οι Κυδωνίες της Μικράς Ασίας! Αρμενίζουμε αφήνοντας πίσω μας το κάστρο της Μυτιλήνης, πολιορκημένο από το μικρό του δασάκι. Παραδομένο στην λαμπρότητα του ήλιου. Ένα-ένα αφήνουμε πίσω μας τα πανέμορφα γραφικά χωριά που στολίζουν την ανατολική πλευρά του νησιού μας, σαν μεγάλες φωλιές χτισμένες στις πιο όμορφες γωνιές της Λέσβου, να γίνονται ένα με τη θάλασσα και κάποια άλλα να σκαρφαλώνουν στις βουνοπλαγιές, στη μέση των ελαιώνων. Η Μόρια, η Παναγιούδα, ο Αφάλωνας, τα Πάμφιλα, οι Πύργοι και η Θερμή, τα Μιστεγνά, οι Νέες Κυδωνίες…
Έχουμε ξανοιχθεί αρκετά. Περνάμε τα σύνορα! Τα ανθρώπινα τούτα σύνορα, που κάποτε δεν υπήρχαν, αλλά χαράχθηκαν πάνω στους χάρτες σε κάτι αλλοπρόσαλλους καιρούς με το αίμα αθώων ανθρώπων. Οι θάλασσες και η γη μοιράσθηκαν όπως συνέφερε στα μεγάλα συμφέροντα, που αψηφούσαν πάντα τον πόνο, τη δυστυχία, την προσφυγιά και τον θάνατο των ανθρώπων. Ένα ελαφρύ αεράκι έρχεται από το βοριά. Γίνεται δροσιά στα πρόσωπά μας και μαζί με τη μυρωδιά της θάλασσας και την αρμύρα γίνονται ένα με την αναπνοή μας. Ο ήλιος από ψηλά σκορπίζει τη λάμψη του, ασημώνοντας τη θάλασσα και τα μικρά-μικρά κύματά της. Εδώ μεσοπέλαγα ξεχύνονται όλες αυτές οι εξαίσιες χάρες, μακριά απ’ την ανθρώπινη κακία και τους παλιούς καιρούς τους δύσκολους.
Έχουν περάσει δεκαετίες από τότε που έγινε το κακό. Η συμφορά εκείνη η άδικη, που σκόρπισε θλίψη μεγάλη και έκανε πολλούς ανθρώπους να αισθάνονται ντροπή που ανήκαν στο ανθρώπινο γένος. Καθώς προσεγγίζουμε τα Μικρασιατικά παράλια, κάνω μια απεγνωσμένη προσπάθεια να ξεγελάσω την καρδιά μου, φέρνοντας στη θύμηση μου τα λόγια του Οδυσσέα Ελύτη όταν περιγράφει την Λέσβο, γιατί τούτα τα παράλια της Μικρασίας τα τουρκεμένα μοιάζουνε πολύ με της Λέσβου: «τριανταφυλλένια βουνά που μπαίνουν το ένα στο άλλο… και καμπυλώνοντας… τους γυμνούς ώμους έξω από τα νερά… δροσερές αγκάλες γεμάτες διαύγεια…». Σκέφτομαι ότι τούτα τα τοπία είναι όμοια με τα μέρη όλου του κόσμου, όμως τα μάτια μου με προδίνουν, βουρκώνουν, γιατί τούτες οι εικόνες που ξανοίγονται μπροστά μου είναι σαν αυτές που αντικρίζεις κάθε πρωί όταν ανοίγεις το παράθυρο να μπει ο ήλιος και το αγέρι του Αιγαίου και μαζί ξεπροβάλουν οι εικόνες της αλησμόνητης τούτης πατρίδας, καθαρές, ζωντανές σαν τις αληθινές ιστορίες της γιαγιάς. Είναι οι πατρίδες που αγαπήθηκαν όσο τίποτα άλλο από πολλές γενεές Ελλήνων, που για 3000 χρόνια γίνανε η ιστορία τους, ο πολιτισμός, οι αξίες, η αγάπη και η ζωή τους, που τώρα τις αγκαλιάζουν τα βουνά, οι θάλασσες και έμειναν μόνο οι αναμνήσεις, οι διηγήσεις των δικών μας ανθρώπων και το τραγούδι, η ελπίδα, «Πάλι με χρόνια, με καιρούς…»
Τούτα τα Μικρασιατικά παράλια, είναι τώρα μπροστά μας. Μια ανάσα μας χωρίζει. Θέλεις να απλώσεις τα χέρια σου να τ’ αγγίξεις, να τα χαϊδέψεις, να δεις αν είναι αληθινά, όμως τούτη η γη που απλώνεται μπροστά μας, δεν είναι πια δική μας, δεν είναι εκεί οι παππούδες και οι γιαγιάδες μας. Τους έδιωξαν! Επειδή δεν πρόδωσαν την πατρίδα τους και δεν αλλαξοπίστησαν, αλλά άντεξαν υπομονετικά τόσους αιώνες. Επειδή αγάπησαν τον τόπο τους και είχαν καμάρι και καύχημα που γεννήθηκαν εδώ. Ήταν Έλληνες, Χριστιανοί και έτσι ήθελαν να ζήσουν και να πεθάνουν. Γιατί εδώ σ’ αυτό το αχανές μέρος που τώρα ζουν κάθε λογής άνθρωποι των οποίων οι πρόγονοι αλλαξοπίστησαν και έγιναν Τούρκοι. Ενώ οι Έλληνες που είχαν χτίσει τις πολιτείες τούτες και είχαν δεθεί με τη γη αυτή την ευλογημένη, όσο κανένας άλλος από τα αρχαία χρόνια, εκδιώχθηκαν γιατί δεν θέλανε τα ξένα συμφέροντα να είναι μεγάλη η Ελλάδα. Θέλανε ανέκαθεν να μην υπάρχει καθόλου. Τους ενοχλούσε η Ορθόδοξη Χριστιανική πίστη, η δημιουργικότητα, η εξυπνάδα, ο πολιτισμός των Ελλήνων, που όλα αυτά διατηρήθηκαν και μέσα στη σκλαβιά. Ζήλευαν τους Έλληνες, τη σοφία που είχαν απ’ τα αρχαία χρόνια και που πάνω σ’ αυτή βασίστηκαν οι λαοί του κόσμου και έγιναν «άνθρωποι», φτιάχνοντας τους όποιους πολιτισμούς τους. Φθονούσαν τους Ορθοδόξους γιατί αυτοί διέσωσαν τον Χριστιανισμό από τους διωγμούς, τις αιρέσεις και μετέδωσαν το Ευαγγέλιο του Χριστού στους λαούς ανόθευτο.
Τέτοιου είδους σκέψεις έρχονται στο νου μου τώρα που πλησιάζουμε κοντά στα παράλια τούτα και δεν χορταίνεις τις καινούριες εικόνες που φανερώνονται μπροστά σου. Γιατί το ταξίδι τούτο είναι μια εμπειρία ανεπανάληπτη που σε συγκλονίζει. Είναι πραγματικά παράξενο. Πηγαίνεις σε μια «ξένη χώρα», σ’ έναν άγνωστο τόπο που απέχει ελάχιστα μίλια απ’ το σπίτι σου, τον αντικρίζεις κάθε μέρα και τον γνωρίζεις πολύ καλά, γιατί έχεις ακούσει τόσα πολλά. Ήταν η πατρίδα των προγόνων σου, που τους την πήραν. Εκεί πηγαίνεις τώρα, σαν ξένος στο σπίτι τους, στην χώρα τους την αγαπημένη, την παλιά. Όσο πλησιάζουμε στο Γυμνό νησί, έξω από τον κόρφο του Αϊβαλιού, οι σκέψεις δεν σταματούν να τριγυρνούν μέσα στο μυαλό μου. Κοιτάζω πέρα μακριά. Στο βάθος απλώνεται το όρος Ίδη, θεόρατο, επιβλητικό. Το Καζ Νταγ όπως το λένε σήμερα. Εκεί δεν κάθονται πια οι ψευτοθεοί του Ολύμπου να παρακολουθούν τον τρωικό πόλεμο, αλλά από εκεί ο Αληθινός Θεός «βλέπει… το Αϊβαλί και σταματάει ο Νους Του…».
Το Αϊβαλί, το βλέπεις ξαφνικά μπροστά σου, μπαίνοντας μέσα στο μικρό κόλπο του. Πραγματικά δεν χορταίνεις ν’ αγναντεύεις τούτη τη θέα. Πώς να περιγράψεις τον τόπο αυτό; Τι λόγια να χρησιμοποιήσεις; Μόνο στις διηγήσεις του Φώτη Κόντογλου βρίσκεις λόγια που μπορούν να βοηθήσουν τις σκέψεις σου: «Αν λάχει να περάσεις με καράβι απ’ το μπουγάζι της Μυτιλήνης, θα δεις κατά κει που βγαίνει ο ήλιος κάτι χαμηλά βουνά, απάνω στη στεριά της Ανατολής. Αν σιμώσεις περσότερο στη στεριά, θέλεις απορέσει πως δε φαίνεται πουθενά η πολιτεία. Ένα σωρό ρημονήσια μικρά και μεγάλα είναι σκόρπια γύρου-γύρου. Τότε μπαίνεις μέσα σ’ ένα στενό μπάσιμο και σαν τραβήξεις παραμέσα, θα δεις ανέλπιστα να απλώνεται μπροστά σου ένας μεγάλος κόρφος, ίδια λίμνη, που δεν την υπόπτευες πισ’ απ’ τα βουνά. Μέσα ‘κει θα δεις την πολιτεία, σα να ‘ναι φωλιασμένη κρυμμένη από κάθε μάτι… Τ’ Αϊβαλί της Μικράς Ασίας ήταν σαν ένας κόσμος κρυφός περικλεισμένος σ’ ένα μπουγάζι. Κι απ’ όξω λες και τον φυλάγανε πλήθος νησόπουλα, ρημονήσια τα περσότερα…»
Αυτή είναι η πατρίδα της αγαπημένης μας γιαγιάς. Πάντα τη θυμάμαι να μας διηγείται ιστορίες αγαπημένες απ’ τ’ Αϊβαλί. Αυτά ήταν τα πρώτα μας παραμύθια, τα πρώτα μας γράμματα. Από αυτά μάθαμε τι σημαίνει Ελλάδα και τι Χριστιανοσύνη. Μας έκαναν να νιώθουμε το Αϊβαλί σα να ήταν και δική μας πατρίδα, σα να είχαμε γεννηθεί και ζήσει εκεί, κρατώντας από τότε την ενθύμηση των αξέχαστων πατρίδων.
Αρμενίζουμε ανάμεσα απ’ τις ξέρες κοντά στις στεριές, περνάμε τούτο το στενό μπάσιμο, το Ταλιάνι. Το ερειπωμένο μοναστήρι του Αϊ Γιάννη του Προδρόμου πάνω στο νησάκι στο έμπα του μπουγαζιού είναι το προμήνυμα. Από τη βορινή στεριά ο ελαιώνας που σφάχτηκαν άνθρωποί μας. Κοντά τα Μοσχονήσια κλαίνε το χαμό. Ο Ταξιάρχης αιχμαλωτισμένος, δακρυσμένος, μόνος! Στη θάλασσα αυτή του Αϊβαλιού αγναντεύουμε τώρα τη γη την Αιολική, την πολυβασανισμένη, την αδικημένη, την αιματοβαμμένη, τη μαρτυρική, την κατακαημένη, την αδικοχαμένη, την ορφανή, την τουρκεμένη.
Με τις μνήμες χαραγμένες στην καρδιά μας, αγγίζουμε το Αϊβαλιώτικο χώμα. Το Αϊβαλί, μας κυριεύει απ’ την πρώτη στιγμή. Περπατάμε αχόρταγα στους δρόμους της πολιτείας τούτης, νιώθω σα να προσκυνώ σε τόπο ιερό . Δεν υπάρχει στιγμή που να μη συγκινηθώ και να μη σκεφτώ τους ανθρώπους μας, που έζησαν εδώ και αναγκάστηκαν να φύγουν κυνηγημένοι. Πώς άντεξαν οι καρδιές τους, όταν έβλεπαν το Αϊβαλί τους για τελευταία φορά στη ζωή τους, εγκαταλείποντας για πάντα την αγαπημένη τους πατρίδα, τα σπίτια τους, αφήνοντας τους ανθρώπους τους αιχμαλώτους, τις Εκκλησιές, τους Αγίους τους, με τι κουράγιο άντεξαν τον πόνο του αποχωρισμού φεύγοντας διωγμένοι από τον δικό τους τόπο. Όλα είναι παράξενα. Ότι βλέπω με συγκλονίζει, γιατί νιώθω ότι το είχαν δει, το είχαν αγγίξει και το είχαν ζήσει και εκείνοι. Τα βουνά, τη θάλασσα, τους δρόμους, τα σπίτια… Θυμάμαι την αγαπημένη μας γιαγιά και κλαίει η ψυχή μου. Με βασανίζει η αγωνία της, η στεναχώρια της και η πίκρα της, όταν στεκόταν σε τούτο εδώ το μουράγιο αποχαιρετώντας την πατρίδα της, λούζοντας με τα δάκρυά της μαζί με τα κύματα το ακρογιάλι τούτο. Θυμάμαι το παράπονό της, που πάντα ήταν χαραγμένο στο γαλήνιο πρόσωπό της. Νιώθω παράξενα αντικρίζοντας το κάθε τι σ’ αυτή την πολιτεία, στον αγαπημένο αυτό τόπο, τον αγιασμένο, που όλα αισθάνεσαι να γίνονται ένα με τους χτύπους της καρδιάς σου και το αίμα που κυλάει μέσα σου.
Κοιτώ προσεχτικά τα όμορφα αλλά απεριποίητα σπίτια που μόνο Ελλάδα θυμίζουν, γιατί ήταν Ελλάδα. Τα περιεργάζομαι μέχρι να τα χορτάσω, σα να χαίρονται που είμαστε εδώ, σα να αναζητούν από τότε τους νοικοκυραίους τους, να ξαν’ ανάψουν το καντήλι στο εικονοστάσι και να θυμιάσουν τα σπίτια τους, να τα ράνουν με τον αγιασμό. Διαβάζω πάνω απ’ τις πόρτες, τις χρονολογίες που χτίστηκαν, τα χρόνια τα ευτυχισμένα που πέρασαν και έγιναν καταστροφή και διωγμός. Μπαίνω στους καφενέδες τους παλιούς, που τραγουδούσε και χόρευε ο παππούς μου στα νιάτα του. Βλέπω τα παλιά προσκυνήματα όσα απέμειναν, τις ενορίες τις ξακουστές, εκεί που ψάλανε οι προπαππούδες μου οι Μπακλάδες. Στη Ζωοδόχο Πηγή, την Κάτω Παναγιά, που τώρα την έκαναν τζαμί. Σιγοψάλλω και φέρνω μπροστά μου τους Χριστιανούς να μπαινοβγαίνουν και να εκκλησιάζονται αμέτρητες γιορτές, Κυριακάδες, εσπερινούς και αγρυπνίες.
Περπατώ στα καλντερίμια, εδώ που περπάτησε ο Αϊ Γιώργης ο Χιοπολίτης, το άγιο παλικάρι που μαρτύρησε για το Χριστό, εδώ στο Αϊβαλί. Πάνω στις πέτρες τις μισοφαγωμένες, σα να έχουν απομείνει τα χνάρια των ανθρώπων μας, από τότε που σεργιανούσαν, που βάδιζαν για να πάνε στη δουλειά τους, από τότε που έφευγαν για να γλιτώσουν τον ξολοθρεμό, την κατάρα αυτή που στο πέρασμα των καιρών μοιάζει σαν πληγή που έκλεισε, όμως το σημάδι της έχει απομείνει. Δεν ξεχνιούνται τέτοια πράγματα, όσα χρόνια και να περάσουν.
Από τότε ζουν εδώ άλλοι άνθρωποι, τούρκοι… Τους κοιτάζεις διαφορετικά. Τι άνθρωποι είναι τούτοι; Μοιάζουν σαν ξένοι. Δεν έχουν καμία σχέση με τον τόπο αυτό. Δεν τους ταιριάζει το μέρος τούτο, γιατί είναι ξένο, δεν το έχτισαν αυτοί, δεν το νοικοκύρεψαν και δεν το πόνεσαν όπως οι Έλληνες. Σα να το ξέρουν αυτό. Μέσα στο βάθος των ματιών τους και μέσα στις φλέβες και το αίμα τους, κρύβεται κάτι το μυστηριώδες, κάτι σαν μυστικό. Ναι, είναι φοβερό! Οι άνθρωποι τούτοι δεν μοιάζουν με τους αγριάνθρωπους, τη βάρβαρη φυλή που ήρθε από τα βάθη της Ασίας, μόνο για να καταστρέφει και να ματώνει τη γη. Μοιάζουν περισσότερο με τους Έλληνες, τους μεσογειακούς ανθρώπους. Από μέσα τους σα να αναδύονται φωνές μανάδων, που τις αρπάζουν τα αγόρια τους, για να τα κάνουν γενίτσαρους, που τις παίρνουν τα πιο όμορφα κορίτσια τους, βγαίνουν κραυγές και κλάματα, θρήνοι για τους εξισλαμισμούς και μοιρολόγια για τη σκλαβιά. Τούτοι οι άνθρωποι όλοι, έχουν οι πιο πολλοί μέσα τους Ελληνικό αίμα, μόνο που οι πρόγονοί τους δεν άντεξαν τη βία και το μαχαίρι στα χρόνια της σκλαβιάς και απαρνήθηκαν την πατρίδα τους και τον Χριστό, γίνανε τούρκοι, αποκτώντας τον τούρκικο «πολιτισμό», των αρπαγών και του φανατισμού, που φέρανε 5000 …άνθρωποι(;;;) από τα βάθη της Ασίας.
Καθώς τριγυρνάμε στα σοκάκια και τους μαχαλάδες του Αϊβαλιού, σταματώ στο «20 σοκάκι». Το σοκάκι της «αλεπούς», όπως το λέγανε. Εδώ μένανε οι δικοί μας. Ευθεία προς τη θάλασσα αράζανε οι παππούδες μου τα καΐκια, τις τράτες τους. Αγναντεύοντας τα σπίτια τούτα, ψάχνω μάταια για ένα καλωσόρισμα, ένα Ελληνικό φιλόξενο κάλεσμα. Περπατώ και φθάνω στο λιμάνι. Ένα μεγάλο μαύρο άγαλμα με υψωμένο το χέρι, σα να σε φοβερίζει, δείχνει προς την Ελλάδα. Διώχνει τους Έλληνες. Από πού διώχνεις άδικε τύραννε;…
Τι παράξενα που είναι όλα εδώ στην πολιτεία τούτη. Αισθάνεσαι ότι κάτι λείπει. Ναι, είναι μια Ελληνική πολιτεία χωρίς Έλληνες. Λείπουν οι άνθρωποί της, λείπει η Ελληνική λαλιά, η Ορθόδοξη Βυζαντινή ψαλμωδία και το Μικρασιάτικο τραγούδι. Οι Κυδωνίες, το τουρκεμένο Αϊβαλί είναι ορφανό, το έχουν εγκαταλείψει οι άνθρωποί του, που το γλυκοτραγουδούσαν, χορεύοντας Αϊβαλιώτικους σκοπούς παλικαρίσιους, που το γιόρταζαν, το επαινούσαν, το καυχιόντουσαν και το αγαπούσαν. Δεν χτυπάνε πια οι καμπάνες των έντεκα ενοριών, δεν τρέχουν οι πιστοί να προσκυνήσουν στο Αγίασμα, την Παναγιά την Φανερωμένη, για να κάνει το θαύμα της, δεν χαίρονται πια οι άνθρωποι όπως τότε τα παλιά τα χρόνια. Τώρα τα χώματα αυτά τα διαφεντεύουν άλλοι. Από το 1922 άλλαξαν όλα…
Παίρνοντας το δρόμο της επιστροφής, σαν μνημόσυνο, αναδύεται μέσα από την ψυχή μου, η προσευχή μου, αδύναμη, χλιαρή. Καθώς βασιλεύει ο ήλιος πίσω από τα βουνά της Λέσβου, στην αντικρινή στεριά ξεμακραίνει λίγο-λίγο το Αϊβαλί, βασιλεύει κι αυτό πίσω από τα ρημονήσια και τους μικρούς λοφίσκους την ώρα που επιστρέφουμε στο νησί μας. Ρίχνω ένα λουλούδι στη θάλασσα του Αϊβαλιού όταν εκείνο αρχίζει να χάνεται. Εις μνήμην «τῶν ἐν Μικρασία καί τῆ καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολή μαρτυρησάντων Ἁγίων Ἱεραρχῶν καί τῶν σύν αὐτοῖς ὑπό τῶν πολεμίων ἀναιρεθέντων καί τελειωθέντων ἱερέων καί πάντων τῶν ἀπό τοῦ ἱεροῦ κλήρου καί τοῦ φιλοχρίστου στρατοῦ καί τοῦ πιστοῦ καί Ὁρθοδόξου λαοῦ θυμάτων, ἐκ τῆς θλίψεως τῆς μεγάλης ἐκείνης. Εἰς μνήμην τῶν ἀναριθμήτων Νεομαρτύρων, ἀγνώστων καί ἀφανῶν ἀνδρῶν, γυναικῶν και παιδίων, ἀποκαρτερησάντων ἐν τῶ Παμμικρασιατικῶ διωγμῶ».
Ταῖς τῶν Ἁγίων Σου Μαρτύρων πρεσβείαις, Χριστέ ὁ Θεός, ἐλέησον καί σῶσον ἡμᾶς. ΑΜΗΝ
Στρατής Ανδριώτης
Τούτη η μέρα, μοιάζει να είναι ονειρική και παράξενα όμορφη. Εδώ, στην άκρη του Αιγαίου όλα φαίνονται ειρηνεμένα. Η θάλασσα, το νησί, οι στεριές, τα βουνά, τ’ αντικρινά πανέμορφα μέρη. Στα καταγάλανα νερά του νησιού καθρεφτίζονται τα χρώματα της Ανατολής, μαζί με κάτι το μυστηριώδες που αποτυπώνεται στα πρόσωπά μας, την ώρα που το μικρό πλοιάριο της γραμμής, σαλπάρει από το λιμάνι της Μυτιλήνης, για ένα ασυνήθιστο ταξίδι, διαφορετικό από τα άλλα...
Απομακρυνόμαστε ολοένα από το νησί πλέοντας πάνω στα ήρεμα νερά, χωρίζοντας στα δυο τη θάλασσα, που μοιάζει σαν μια απέραντη αγκαλιά που μας σφίγγει. Οι γλάροι κοιτούν απορημένοι, βουτώντας στα αφρισμένα απόνερα.
Αγναντεύουμε το πέλαγος, ψάχνοντας να ξεκαθαρίσουμε τις σκέψεις μας και να ξεδιαλύνουμε τα συναισθήματά μας για τον τόπο που ταξιδεύουμε. Το μαρτυρικό Αϊβαλί, οι Κυδωνίες της Μικράς Ασίας! Αρμενίζουμε αφήνοντας πίσω μας το κάστρο της Μυτιλήνης, πολιορκημένο από το μικρό του δασάκι. Παραδομένο στην λαμπρότητα του ήλιου. Ένα-ένα αφήνουμε πίσω μας τα πανέμορφα γραφικά χωριά που στολίζουν την ανατολική πλευρά του νησιού μας, σαν μεγάλες φωλιές χτισμένες στις πιο όμορφες γωνιές της Λέσβου, να γίνονται ένα με τη θάλασσα και κάποια άλλα να σκαρφαλώνουν στις βουνοπλαγιές, στη μέση των ελαιώνων. Η Μόρια, η Παναγιούδα, ο Αφάλωνας, τα Πάμφιλα, οι Πύργοι και η Θερμή, τα Μιστεγνά, οι Νέες Κυδωνίες…
Έχουμε ξανοιχθεί αρκετά. Περνάμε τα σύνορα! Τα ανθρώπινα τούτα σύνορα, που κάποτε δεν υπήρχαν, αλλά χαράχθηκαν πάνω στους χάρτες σε κάτι αλλοπρόσαλλους καιρούς με το αίμα αθώων ανθρώπων. Οι θάλασσες και η γη μοιράσθηκαν όπως συνέφερε στα μεγάλα συμφέροντα, που αψηφούσαν πάντα τον πόνο, τη δυστυχία, την προσφυγιά και τον θάνατο των ανθρώπων. Ένα ελαφρύ αεράκι έρχεται από το βοριά. Γίνεται δροσιά στα πρόσωπά μας και μαζί με τη μυρωδιά της θάλασσας και την αρμύρα γίνονται ένα με την αναπνοή μας. Ο ήλιος από ψηλά σκορπίζει τη λάμψη του, ασημώνοντας τη θάλασσα και τα μικρά-μικρά κύματά της. Εδώ μεσοπέλαγα ξεχύνονται όλες αυτές οι εξαίσιες χάρες, μακριά απ’ την ανθρώπινη κακία και τους παλιούς καιρούς τους δύσκολους.
Έχουν περάσει δεκαετίες από τότε που έγινε το κακό. Η συμφορά εκείνη η άδικη, που σκόρπισε θλίψη μεγάλη και έκανε πολλούς ανθρώπους να αισθάνονται ντροπή που ανήκαν στο ανθρώπινο γένος. Καθώς προσεγγίζουμε τα Μικρασιατικά παράλια, κάνω μια απεγνωσμένη προσπάθεια να ξεγελάσω την καρδιά μου, φέρνοντας στη θύμηση μου τα λόγια του Οδυσσέα Ελύτη όταν περιγράφει την Λέσβο, γιατί τούτα τα παράλια της Μικρασίας τα τουρκεμένα μοιάζουνε πολύ με της Λέσβου: «τριανταφυλλένια βουνά που μπαίνουν το ένα στο άλλο… και καμπυλώνοντας… τους γυμνούς ώμους έξω από τα νερά… δροσερές αγκάλες γεμάτες διαύγεια…». Σκέφτομαι ότι τούτα τα τοπία είναι όμοια με τα μέρη όλου του κόσμου, όμως τα μάτια μου με προδίνουν, βουρκώνουν, γιατί τούτες οι εικόνες που ξανοίγονται μπροστά μου είναι σαν αυτές που αντικρίζεις κάθε πρωί όταν ανοίγεις το παράθυρο να μπει ο ήλιος και το αγέρι του Αιγαίου και μαζί ξεπροβάλουν οι εικόνες της αλησμόνητης τούτης πατρίδας, καθαρές, ζωντανές σαν τις αληθινές ιστορίες της γιαγιάς. Είναι οι πατρίδες που αγαπήθηκαν όσο τίποτα άλλο από πολλές γενεές Ελλήνων, που για 3000 χρόνια γίνανε η ιστορία τους, ο πολιτισμός, οι αξίες, η αγάπη και η ζωή τους, που τώρα τις αγκαλιάζουν τα βουνά, οι θάλασσες και έμειναν μόνο οι αναμνήσεις, οι διηγήσεις των δικών μας ανθρώπων και το τραγούδι, η ελπίδα, «Πάλι με χρόνια, με καιρούς…»
Τούτα τα Μικρασιατικά παράλια, είναι τώρα μπροστά μας. Μια ανάσα μας χωρίζει. Θέλεις να απλώσεις τα χέρια σου να τ’ αγγίξεις, να τα χαϊδέψεις, να δεις αν είναι αληθινά, όμως τούτη η γη που απλώνεται μπροστά μας, δεν είναι πια δική μας, δεν είναι εκεί οι παππούδες και οι γιαγιάδες μας. Τους έδιωξαν! Επειδή δεν πρόδωσαν την πατρίδα τους και δεν αλλαξοπίστησαν, αλλά άντεξαν υπομονετικά τόσους αιώνες. Επειδή αγάπησαν τον τόπο τους και είχαν καμάρι και καύχημα που γεννήθηκαν εδώ. Ήταν Έλληνες, Χριστιανοί και έτσι ήθελαν να ζήσουν και να πεθάνουν. Γιατί εδώ σ’ αυτό το αχανές μέρος που τώρα ζουν κάθε λογής άνθρωποι των οποίων οι πρόγονοι αλλαξοπίστησαν και έγιναν Τούρκοι. Ενώ οι Έλληνες που είχαν χτίσει τις πολιτείες τούτες και είχαν δεθεί με τη γη αυτή την ευλογημένη, όσο κανένας άλλος από τα αρχαία χρόνια, εκδιώχθηκαν γιατί δεν θέλανε τα ξένα συμφέροντα να είναι μεγάλη η Ελλάδα. Θέλανε ανέκαθεν να μην υπάρχει καθόλου. Τους ενοχλούσε η Ορθόδοξη Χριστιανική πίστη, η δημιουργικότητα, η εξυπνάδα, ο πολιτισμός των Ελλήνων, που όλα αυτά διατηρήθηκαν και μέσα στη σκλαβιά. Ζήλευαν τους Έλληνες, τη σοφία που είχαν απ’ τα αρχαία χρόνια και που πάνω σ’ αυτή βασίστηκαν οι λαοί του κόσμου και έγιναν «άνθρωποι», φτιάχνοντας τους όποιους πολιτισμούς τους. Φθονούσαν τους Ορθοδόξους γιατί αυτοί διέσωσαν τον Χριστιανισμό από τους διωγμούς, τις αιρέσεις και μετέδωσαν το Ευαγγέλιο του Χριστού στους λαούς ανόθευτο.
Τέτοιου είδους σκέψεις έρχονται στο νου μου τώρα που πλησιάζουμε κοντά στα παράλια τούτα και δεν χορταίνεις τις καινούριες εικόνες που φανερώνονται μπροστά σου. Γιατί το ταξίδι τούτο είναι μια εμπειρία ανεπανάληπτη που σε συγκλονίζει. Είναι πραγματικά παράξενο. Πηγαίνεις σε μια «ξένη χώρα», σ’ έναν άγνωστο τόπο που απέχει ελάχιστα μίλια απ’ το σπίτι σου, τον αντικρίζεις κάθε μέρα και τον γνωρίζεις πολύ καλά, γιατί έχεις ακούσει τόσα πολλά. Ήταν η πατρίδα των προγόνων σου, που τους την πήραν. Εκεί πηγαίνεις τώρα, σαν ξένος στο σπίτι τους, στην χώρα τους την αγαπημένη, την παλιά. Όσο πλησιάζουμε στο Γυμνό νησί, έξω από τον κόρφο του Αϊβαλιού, οι σκέψεις δεν σταματούν να τριγυρνούν μέσα στο μυαλό μου. Κοιτάζω πέρα μακριά. Στο βάθος απλώνεται το όρος Ίδη, θεόρατο, επιβλητικό. Το Καζ Νταγ όπως το λένε σήμερα. Εκεί δεν κάθονται πια οι ψευτοθεοί του Ολύμπου να παρακολουθούν τον τρωικό πόλεμο, αλλά από εκεί ο Αληθινός Θεός «βλέπει… το Αϊβαλί και σταματάει ο Νους Του…».
Το Αϊβαλί, το βλέπεις ξαφνικά μπροστά σου, μπαίνοντας μέσα στο μικρό κόλπο του. Πραγματικά δεν χορταίνεις ν’ αγναντεύεις τούτη τη θέα. Πώς να περιγράψεις τον τόπο αυτό; Τι λόγια να χρησιμοποιήσεις; Μόνο στις διηγήσεις του Φώτη Κόντογλου βρίσκεις λόγια που μπορούν να βοηθήσουν τις σκέψεις σου: «Αν λάχει να περάσεις με καράβι απ’ το μπουγάζι της Μυτιλήνης, θα δεις κατά κει που βγαίνει ο ήλιος κάτι χαμηλά βουνά, απάνω στη στεριά της Ανατολής. Αν σιμώσεις περσότερο στη στεριά, θέλεις απορέσει πως δε φαίνεται πουθενά η πολιτεία. Ένα σωρό ρημονήσια μικρά και μεγάλα είναι σκόρπια γύρου-γύρου. Τότε μπαίνεις μέσα σ’ ένα στενό μπάσιμο και σαν τραβήξεις παραμέσα, θα δεις ανέλπιστα να απλώνεται μπροστά σου ένας μεγάλος κόρφος, ίδια λίμνη, που δεν την υπόπτευες πισ’ απ’ τα βουνά. Μέσα ‘κει θα δεις την πολιτεία, σα να ‘ναι φωλιασμένη κρυμμένη από κάθε μάτι… Τ’ Αϊβαλί της Μικράς Ασίας ήταν σαν ένας κόσμος κρυφός περικλεισμένος σ’ ένα μπουγάζι. Κι απ’ όξω λες και τον φυλάγανε πλήθος νησόπουλα, ρημονήσια τα περσότερα…»
Αυτή είναι η πατρίδα της αγαπημένης μας γιαγιάς. Πάντα τη θυμάμαι να μας διηγείται ιστορίες αγαπημένες απ’ τ’ Αϊβαλί. Αυτά ήταν τα πρώτα μας παραμύθια, τα πρώτα μας γράμματα. Από αυτά μάθαμε τι σημαίνει Ελλάδα και τι Χριστιανοσύνη. Μας έκαναν να νιώθουμε το Αϊβαλί σα να ήταν και δική μας πατρίδα, σα να είχαμε γεννηθεί και ζήσει εκεί, κρατώντας από τότε την ενθύμηση των αξέχαστων πατρίδων.
Αρμενίζουμε ανάμεσα απ’ τις ξέρες κοντά στις στεριές, περνάμε τούτο το στενό μπάσιμο, το Ταλιάνι. Το ερειπωμένο μοναστήρι του Αϊ Γιάννη του Προδρόμου πάνω στο νησάκι στο έμπα του μπουγαζιού είναι το προμήνυμα. Από τη βορινή στεριά ο ελαιώνας που σφάχτηκαν άνθρωποί μας. Κοντά τα Μοσχονήσια κλαίνε το χαμό. Ο Ταξιάρχης αιχμαλωτισμένος, δακρυσμένος, μόνος! Στη θάλασσα αυτή του Αϊβαλιού αγναντεύουμε τώρα τη γη την Αιολική, την πολυβασανισμένη, την αδικημένη, την αιματοβαμμένη, τη μαρτυρική, την κατακαημένη, την αδικοχαμένη, την ορφανή, την τουρκεμένη.
Με τις μνήμες χαραγμένες στην καρδιά μας, αγγίζουμε το Αϊβαλιώτικο χώμα. Το Αϊβαλί, μας κυριεύει απ’ την πρώτη στιγμή. Περπατάμε αχόρταγα στους δρόμους της πολιτείας τούτης, νιώθω σα να προσκυνώ σε τόπο ιερό . Δεν υπάρχει στιγμή που να μη συγκινηθώ και να μη σκεφτώ τους ανθρώπους μας, που έζησαν εδώ και αναγκάστηκαν να φύγουν κυνηγημένοι. Πώς άντεξαν οι καρδιές τους, όταν έβλεπαν το Αϊβαλί τους για τελευταία φορά στη ζωή τους, εγκαταλείποντας για πάντα την αγαπημένη τους πατρίδα, τα σπίτια τους, αφήνοντας τους ανθρώπους τους αιχμαλώτους, τις Εκκλησιές, τους Αγίους τους, με τι κουράγιο άντεξαν τον πόνο του αποχωρισμού φεύγοντας διωγμένοι από τον δικό τους τόπο. Όλα είναι παράξενα. Ότι βλέπω με συγκλονίζει, γιατί νιώθω ότι το είχαν δει, το είχαν αγγίξει και το είχαν ζήσει και εκείνοι. Τα βουνά, τη θάλασσα, τους δρόμους, τα σπίτια… Θυμάμαι την αγαπημένη μας γιαγιά και κλαίει η ψυχή μου. Με βασανίζει η αγωνία της, η στεναχώρια της και η πίκρα της, όταν στεκόταν σε τούτο εδώ το μουράγιο αποχαιρετώντας την πατρίδα της, λούζοντας με τα δάκρυά της μαζί με τα κύματα το ακρογιάλι τούτο. Θυμάμαι το παράπονό της, που πάντα ήταν χαραγμένο στο γαλήνιο πρόσωπό της. Νιώθω παράξενα αντικρίζοντας το κάθε τι σ’ αυτή την πολιτεία, στον αγαπημένο αυτό τόπο, τον αγιασμένο, που όλα αισθάνεσαι να γίνονται ένα με τους χτύπους της καρδιάς σου και το αίμα που κυλάει μέσα σου.
Κοιτώ προσεχτικά τα όμορφα αλλά απεριποίητα σπίτια που μόνο Ελλάδα θυμίζουν, γιατί ήταν Ελλάδα. Τα περιεργάζομαι μέχρι να τα χορτάσω, σα να χαίρονται που είμαστε εδώ, σα να αναζητούν από τότε τους νοικοκυραίους τους, να ξαν’ ανάψουν το καντήλι στο εικονοστάσι και να θυμιάσουν τα σπίτια τους, να τα ράνουν με τον αγιασμό. Διαβάζω πάνω απ’ τις πόρτες, τις χρονολογίες που χτίστηκαν, τα χρόνια τα ευτυχισμένα που πέρασαν και έγιναν καταστροφή και διωγμός. Μπαίνω στους καφενέδες τους παλιούς, που τραγουδούσε και χόρευε ο παππούς μου στα νιάτα του. Βλέπω τα παλιά προσκυνήματα όσα απέμειναν, τις ενορίες τις ξακουστές, εκεί που ψάλανε οι προπαππούδες μου οι Μπακλάδες. Στη Ζωοδόχο Πηγή, την Κάτω Παναγιά, που τώρα την έκαναν τζαμί. Σιγοψάλλω και φέρνω μπροστά μου τους Χριστιανούς να μπαινοβγαίνουν και να εκκλησιάζονται αμέτρητες γιορτές, Κυριακάδες, εσπερινούς και αγρυπνίες.
Περπατώ στα καλντερίμια, εδώ που περπάτησε ο Αϊ Γιώργης ο Χιοπολίτης, το άγιο παλικάρι που μαρτύρησε για το Χριστό, εδώ στο Αϊβαλί. Πάνω στις πέτρες τις μισοφαγωμένες, σα να έχουν απομείνει τα χνάρια των ανθρώπων μας, από τότε που σεργιανούσαν, που βάδιζαν για να πάνε στη δουλειά τους, από τότε που έφευγαν για να γλιτώσουν τον ξολοθρεμό, την κατάρα αυτή που στο πέρασμα των καιρών μοιάζει σαν πληγή που έκλεισε, όμως το σημάδι της έχει απομείνει. Δεν ξεχνιούνται τέτοια πράγματα, όσα χρόνια και να περάσουν.
Από τότε ζουν εδώ άλλοι άνθρωποι, τούρκοι… Τους κοιτάζεις διαφορετικά. Τι άνθρωποι είναι τούτοι; Μοιάζουν σαν ξένοι. Δεν έχουν καμία σχέση με τον τόπο αυτό. Δεν τους ταιριάζει το μέρος τούτο, γιατί είναι ξένο, δεν το έχτισαν αυτοί, δεν το νοικοκύρεψαν και δεν το πόνεσαν όπως οι Έλληνες. Σα να το ξέρουν αυτό. Μέσα στο βάθος των ματιών τους και μέσα στις φλέβες και το αίμα τους, κρύβεται κάτι το μυστηριώδες, κάτι σαν μυστικό. Ναι, είναι φοβερό! Οι άνθρωποι τούτοι δεν μοιάζουν με τους αγριάνθρωπους, τη βάρβαρη φυλή που ήρθε από τα βάθη της Ασίας, μόνο για να καταστρέφει και να ματώνει τη γη. Μοιάζουν περισσότερο με τους Έλληνες, τους μεσογειακούς ανθρώπους. Από μέσα τους σα να αναδύονται φωνές μανάδων, που τις αρπάζουν τα αγόρια τους, για να τα κάνουν γενίτσαρους, που τις παίρνουν τα πιο όμορφα κορίτσια τους, βγαίνουν κραυγές και κλάματα, θρήνοι για τους εξισλαμισμούς και μοιρολόγια για τη σκλαβιά. Τούτοι οι άνθρωποι όλοι, έχουν οι πιο πολλοί μέσα τους Ελληνικό αίμα, μόνο που οι πρόγονοί τους δεν άντεξαν τη βία και το μαχαίρι στα χρόνια της σκλαβιάς και απαρνήθηκαν την πατρίδα τους και τον Χριστό, γίνανε τούρκοι, αποκτώντας τον τούρκικο «πολιτισμό», των αρπαγών και του φανατισμού, που φέρανε 5000 …άνθρωποι(;;;) από τα βάθη της Ασίας.
Καθώς τριγυρνάμε στα σοκάκια και τους μαχαλάδες του Αϊβαλιού, σταματώ στο «20 σοκάκι». Το σοκάκι της «αλεπούς», όπως το λέγανε. Εδώ μένανε οι δικοί μας. Ευθεία προς τη θάλασσα αράζανε οι παππούδες μου τα καΐκια, τις τράτες τους. Αγναντεύοντας τα σπίτια τούτα, ψάχνω μάταια για ένα καλωσόρισμα, ένα Ελληνικό φιλόξενο κάλεσμα. Περπατώ και φθάνω στο λιμάνι. Ένα μεγάλο μαύρο άγαλμα με υψωμένο το χέρι, σα να σε φοβερίζει, δείχνει προς την Ελλάδα. Διώχνει τους Έλληνες. Από πού διώχνεις άδικε τύραννε;…
Τι παράξενα που είναι όλα εδώ στην πολιτεία τούτη. Αισθάνεσαι ότι κάτι λείπει. Ναι, είναι μια Ελληνική πολιτεία χωρίς Έλληνες. Λείπουν οι άνθρωποί της, λείπει η Ελληνική λαλιά, η Ορθόδοξη Βυζαντινή ψαλμωδία και το Μικρασιάτικο τραγούδι. Οι Κυδωνίες, το τουρκεμένο Αϊβαλί είναι ορφανό, το έχουν εγκαταλείψει οι άνθρωποί του, που το γλυκοτραγουδούσαν, χορεύοντας Αϊβαλιώτικους σκοπούς παλικαρίσιους, που το γιόρταζαν, το επαινούσαν, το καυχιόντουσαν και το αγαπούσαν. Δεν χτυπάνε πια οι καμπάνες των έντεκα ενοριών, δεν τρέχουν οι πιστοί να προσκυνήσουν στο Αγίασμα, την Παναγιά την Φανερωμένη, για να κάνει το θαύμα της, δεν χαίρονται πια οι άνθρωποι όπως τότε τα παλιά τα χρόνια. Τώρα τα χώματα αυτά τα διαφεντεύουν άλλοι. Από το 1922 άλλαξαν όλα…
Παίρνοντας το δρόμο της επιστροφής, σαν μνημόσυνο, αναδύεται μέσα από την ψυχή μου, η προσευχή μου, αδύναμη, χλιαρή. Καθώς βασιλεύει ο ήλιος πίσω από τα βουνά της Λέσβου, στην αντικρινή στεριά ξεμακραίνει λίγο-λίγο το Αϊβαλί, βασιλεύει κι αυτό πίσω από τα ρημονήσια και τους μικρούς λοφίσκους την ώρα που επιστρέφουμε στο νησί μας. Ρίχνω ένα λουλούδι στη θάλασσα του Αϊβαλιού όταν εκείνο αρχίζει να χάνεται. Εις μνήμην «τῶν ἐν Μικρασία καί τῆ καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολή μαρτυρησάντων Ἁγίων Ἱεραρχῶν καί τῶν σύν αὐτοῖς ὑπό τῶν πολεμίων ἀναιρεθέντων καί τελειωθέντων ἱερέων καί πάντων τῶν ἀπό τοῦ ἱεροῦ κλήρου καί τοῦ φιλοχρίστου στρατοῦ καί τοῦ πιστοῦ καί Ὁρθοδόξου λαοῦ θυμάτων, ἐκ τῆς θλίψεως τῆς μεγάλης ἐκείνης. Εἰς μνήμην τῶν ἀναριθμήτων Νεομαρτύρων, ἀγνώστων καί ἀφανῶν ἀνδρῶν, γυναικῶν και παιδίων, ἀποκαρτερησάντων ἐν τῶ Παμμικρασιατικῶ διωγμῶ».
Ταῖς τῶν Ἁγίων Σου Μαρτύρων πρεσβείαις, Χριστέ ὁ Θεός, ἐλέησον καί σῶσον ἡμᾶς. ΑΜΗΝ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου