Σε μια από τις ωραιότερες περιοχές των ανατολικών ακτών της Λέσβου, βρίσκεται το χωριό Πύργοι Θερμής, σε απόσταση 10 χιλιομέτρων βορειότερα από την πόλη της Μυτιλήνης. Μπροστά στην πανέμορφη αγκαλιά της νησιωτικής αυτής γης, ένας πανέμορφος κόσμος, γεμάτος με σπάνιες χάρες και εικόνες ιδανικές, ξεπροβάλλει μαζί με το φως του ήλιου, ζωγραφίζοντας με τα πιο φανταχτερά χρώματα τον ουρανό και τα σύννεφα, καθώς καθρεφτίζονται στα καταγάλανα νερά της θάλασσας του Αιγαίου. Αγκαλιάζουν στην απεραντοσύνη τους τούτη τη γη, σαν μια αρμονική συμφωνία που αποκαλύπτει τον παραδεισένιο και αγιασμένο τόπο της Θερμής, γαλήνιο, ήρεμο.
σ.α.

Τετάρτη 11 Ιανουαρίου 2012

Παραμύθια της γιαγιάς

Τα παραμύθια της γιαγιάς καθήλωναν τα μικρά παιδιά. Γι' αυτό επιλέξαμε μερικά από τα πιο δημοφιλή παραμύθια που εξιστορούσαν οι γιαγιάδες όπως την Χιονάτη και τους επτά νάνους, την κοκκινοσκουφίτσα, τον λύκο και τα επτά κατσικάκια, τον παπουτσωμένο γάτο, τα τρία γουρουνάκια, το κοριτσάκι με τα σπίρτα, το λαγό και τη χελώνα και την σταχτοπούτα...
Η Χιονάτη και οι 7 νάνοι Μια φορά και έναν καιρό σε μια μακρινή χώρα ζούσε μια βασίλισσα. Μια μέρα σαν όλες τις άλλες, η βασίλισσα κάθονταν στο δωμάτιό της και δούλευε δίπλα στο παράθυρο που ήταν φτιαγμένο από μαύρο ξύλο. Εκεί που δούλευε και κοιτούσε έξω που χιόνιζε, τρύπησε κατά λάθος το δάκτυλό της. Τότε τρείς σταγόνες αίμα έπεσαν από το δάκτυλό της πάνω στο χιόνι. Η βασίλισσα κοίταξε το αίμα και είπε: "Θέλω όταν γεννηθεί η κόρη μου να είναι άσπρη σαν το χιόνι, κόκκινη σαν το αίμα και μαύρη σαν το ξύλο από το παράθυρό μου!"
Και έτσι έγινε. Όταν γεννήθηκε η κόρη της βασίλισσας είχε λευκό δέρμα σαν το χιόνι, κόκκινα μάγουλα σαν το αίμα και τα μαλλιά της ήταν μαύρα σαν το ξύλο του παραθύρου. Γι’ αυτό ονόμασαν το κορίτσι "Χιονάτη".
Μια μέρα η βασίλισσα πέθανε και ο βασιλιάς σύντομα παντρεύτηκε μια καινούρια βασίλισσα που ήταν πολύ όμορφη αλλά και πολύ κακιά και δεν ήθελε καμιά να είναι ομορφότερη από αυτήν. Η κακιά βασίλισσα είχε έναν μαγικό καθρέφτη τον οποίο κοιτούσε και τον ρωτούσε: "Καθρέφτη, καθρεφτάκι μου, πες μου ποια είναι η πιο όμορφη από όλες τις γυναίκες;" Και ο καθρέφτης απαντούσε: "Εσύ βασίλισσά μου είσαι η ομορφότερη από όλες!"
Όμως όσο η Χιονάτη μεγάλωνε γίνονταν όλο και πιο όμορφη και μόλις έγινε εφτά χρονών ήταν το ίδιο όμορφη με την βασίλισσα. Τότε μια μέρα όταν η βασίλισσα ρώτησε τον καθρέφτη ποια είναι η πιο όμορφη ο καθρέφτης απάντησε: "Βασίλισσά μου μπορεί να είσαι πολύ όμορφη, αλλά η Χιονάτη είναι ομορφότερη από εσένα!" Όταν η βασίλισσα το άκουσε αυτό χλόμιασε και θύμωσε πολύ. Τότε φώναξε έναν υπηρέτη της και του είπε: "Πήγαινε τη Χιονάτη βαθιά μέσα στο δάσος και φρόντισε να μην την ξαναδώ."
Ο υπηρέτης υπάκουσε και οδήγησε την Χιονάτη στο δάσος αλλά την τελευταία στιγμή την λυπήθηκε και δεν μπόρεσε να της κάνει κακό. "Δεν θα σε πειράξω κοριτσάκι" της είπε και την άφησε. Αν και ήταν σίγουρος ότι τα άγρια ζώα του δάσους θα την σκότωναν, ένιωσε καλά με την απόφασή του να μην της κάνει κακό αλλά να την αφήσει στην τύχη της.
Η Χιονάτη περιπλανιόταν μόνη της στο δάσος και ήταν πολύ φοβισμένη από τα άγρια ζώα που ζούσαν εκεί. Μόλις έφτασε το βράδυ, για καλή της τύχη βρήκε μια καλύβα και μπήκε μέσα να ξεκουραστεί και να προστατευθεί.
Όλα τα πράγματα μέσα στην καλύβα ήταν καθαρά και νοικοκυρεμένα. Το τραπέζι ήταν στρωμένο με ένα λευκό τραπεζομάντηλο και επάνω σ' αυτό υπήρχαν εφτά μικρά πιάτα με εφτά μικρά καρβέλια ψωμί και εφτά ποτήρια με κρασί. Επίσης υπήρχαν εφτά μαχαίρια και εφτά πιρούνια τακτοποιημένα δίπλα στα πιάτα. Η Χιονάτη είδε ακόμη ότι στο βάθος δίπλα στον τοίχο υπήρχαν εφτά μικρά κρεβάτια.
Η Χιονάτη ήταν κουρασμένη και πεινούσε πολύ. Έφαγε λοιπόν ένα κομμάτι από το κάθε καρβέλι ψωμί και ήπιε μια γουλιά από το κάθε ποτήρι κρασί. Μετά θέλησε να κοιμηθεί. Ξάπλωσε λοιπόν σε ένα από τα κρεβάτια, όμως ήταν πολύ μακρύ, ενώ ένα άλλο ήταν πολύ κοντό και έτσι δοκίμασε όλα τα κρεβάτια ώσπου στο τέλος το έβδομο ήταν στα μέτρα της. Εκεί ξάπλωσε και αποκοιμήθηκε.
Μόλις πέρασε λίγη ώρα, γύρισαν οι ιδιοκτήτες της καλύβας. Ήταν εφτά νάνοι που ζούσαν μέσα στο δάσος και έσκαβαν το βουνό για να βρουν χρυσάφι. Μόλις μπήκαν στην καλύβα άναψαν τις εφτά λάμπες τους και αμέσως είδαν ότι κάτι δεν πήγαινε καλά.
Ο πρώτος είπε: "ποιος κάθισε στο σκαμνάκι μου;"
Ο δεύτερος είπε: "ποιος έτρωγε από το πιάτο μου;"
Ο τρίτος: "ποιος έφαγε από το ψωμί μου;"
Ο τέταρτος: "ποιος χρησιμοποίησε το κουτάλι μου;"
Ο πέμπτος είπε: "ποιος έφαγε με το πιρούνι μου;"
Ο έκτος: "ποιος έκοψε με το μαχαίρι μου;"
Ο έβδομος είπε: "ποιος ήπιε από το κρασί μου;"
Τότε ο πρώτος κοίταξε τριγύρω και είπε: "ποιος ξάπλωσε στο κρεβάτι μου;" Και τότε όλοι παρατήρησαν ότι κάποιος είχε χρησιμοποιήσει τα κρεβάτια τους. Ο έβδομος όμως είδε την Χιονάτη και φώναξε τα αδέρφια του να έρθουν να δουν. Τότε όλοι πήραν τα φαναράκια τους και πλησίασαν να κοιτάξουν την Χιονάτη. "Ω, τι όμορφο κοριτσάκι είναι αυτό!", είπαν όλοι οι νάνοι και συνέχισαν να την κοιτάζουν φροντίζοντας να μην την ξυπνήσουν. Τότε αποφάσισαν να κοιμηθούν μέχρι να έρθει το πρωί ενώ ο έβδομος νάνος κοιμήθηκε από μία ώρα στα κρεβάτια των αδελφών του.
Το πρωί που ξύπνησαν όλοι η Χιονάτη είδε τους νάνους και τους είπε τι της είχε συμβεί. Οι νάνοι που ήταν καλοί, της είπαν να μην στεναχωριέται και ότι μπορεί να μείνει μαζί τους. Ετσι συμφώνησαν να πηγαίνουν αυτοί στη δουλειά τους κι εκείνη να τους μαγειρεύει και να τους βοηθάει στις δουλειές του σπιτιού.
Έπειτα οι νάνοι έφυγαν για να πάνε να ψάξουν χρυσάφι στο βουνό. Πριν όμως φύγουν είπαν στην Χιονάτη να προσέχει και να μην ανοίγει σε κανέναν γιατί φοβόντουσαν ότι η βασίλισσα θα ανακάλυπτε ότι μένει μαζί τους.
Η βασίλισσα που πίστευε ότι η Χιονάτη είχε πεθάνει, ήταν πλέον σίγουρη ότι αυτή είναι η πιο όμορφη και έτσι πήγε στον μαγικό καθρέφτη και τον ρώτησε: "Καθρέφτη, καθρεφτάκι μου, πες μου από όλες τις γυναίκες ποια είναι η πιο όμορφη;" Και ο καθρέφτης απάντησε: "Εσύ βασίλισσά μου είσαι η πιο όμορφη σε όλη αυτή τη χώρα. Όμως μακριά, πέρα από τους λόφους, βαθιά μέσα στο δάσος, εκεί που μένουν οι εφτά νάνοι, εκεί κρύβεται η Χιονάτη που είναι πολύ πιο όμορφη από εσένα!" Τότε η βασίλισσα, που ήξερε ότι ο καθρέφτης δεν έλεγε ποτέ ψέματα, θύμωσε πάρα πολύ και κατάλαβε ότι ο υπηρέτης της την είχε προδώσει και δεν ότι δεν είχε σκοτώσει την Χιονάτη.
Τότε αποφάσισε να μεταμφιεστεί σε γριούλα πωλήτρια και να πάει να βρει τη Χιονάτη. Πήρε λοιπόν το δρόμο προς το σπίτι των νάνων. Όταν έφτασε εκεί χτύπησε την πόρτα και είπε: "Πουλάω όμορφα πράγματα." Η Χιονάτη, που ήταν εκείνη τη στιγμή μόνη της στο σπίτι, κοίταξε έξω από το παράθυρο και είδε την γυναίκα. "Καλημέρα καλή κυρία, τι έχεις να πουλήσεις;" ρώτησε. "Καλά πράγματα, όμορφα πράγματα!" είπε η βασίλισσα, "έχω κορδόνια και κορδέλες σε όλα τα χρώματα". Η Χιονάτη σκέφτηκε: "Θα αφήσω την γριούλα να μπει, φαίνεται καλή κυρία» και ξεκλείδωσε την πόρτα.
"Να ‘σαι καλά", είπε η γριούλα, "ω! πόσο άσχημα είναι δεμένος ο κορσές σου! Κάτσε να στον δέσω όμορφα με έναν από τα κορδόνια μου." Η Χιονάτη, που δεν κατάλαβε ότι αυτή ήταν η κακιά βασίλισσα ,στάθηκε μπροστά της για να της δέσει τον κορσέ. Τότε η γριούλα έπιασε γρήγορα τα κορδόνια από τον κορσέ και τα έσφιξε τόσο δυνατά που η Χιονάτη δεν μπορούσε να πάρει ανάσα και έπεσε κάτω σαν να είχε πεθάνει. "Αυτό είναι το τέλος της ομορφιάς της" είπε η κακιά βασίλισσα και έφυγε.
Το βράδυ που γύρισαν οι εφτά νάνοι είδαν την Χιονάτη πεσμένη στο πάτωμα και πίστεψαν ότι είχε πεθάνει. Όμως, μόλις πήγαν να σηκώσουν το σώμα της, είδαν την κορδέλα που την έσφιγγε και κατάλαβαν τι είχε συμβεί. Γρήγορα έκοψαν τα κορδόνια του κορσέ και αμέσως η Χιονάτη άρχισε να αναπνέει και σύντομα ξαναβρήκε το χρώμα της. Τότε της είπαν: "Η γριούλα ήταν η βασίλισσα, γι' αυτό από εδώ και μπρος να προσέχεις και να μην ανοίγεις σε κανέναν όσο λείπουμε."
Όταν η βασίλισσα γύρισε σπίτι ρώτησε πάλι τον καθρέφτη ποια είναι η πιο όμορφη και ο καθρέφτης της απάντησε ξανά η Χιονάτη!
Τότε η βασίλισσα που κατάλαβε ότι η Χιονάτη ζει ακόμη, θύμωσε πάρα πολύ. Μεταμφιέστηκε λοιπόν πάλι, διαφορετικά όμως από την προηγούμενη φορά, πήρε μαζί της ένα δηλητηριασμένο χτένι και πήγε πάλι στο σπίτι των νάνων.
Μόλις έφτασε χτύπησε και είπε: "Πουλάω όμορφα πράγματα." Όμως η Χιονάτη που στεκόταν στο παράθυρο απάντησε: "Δεν ανοίγω σε κανέναν." Τότε η βασίλισσα είπε: "Δε χρειάζεται να ανοίξεις καλή μου κοπέλα, μόνο κοίτα τι ωραία χτένια πουλάω" και έδωσε το δηλητηριασμένο χτένι στην Χιονάτη από το παράθυρο.
Το χτένι ήταν τόσο όμορφο που το κορίτσι αποφάσισε να το βάλει στα μαλλιά της για να το δοκιμάσει. Μόλις όμως το χτένι άγγιξε το κεφάλι της, το δηλητήριο που ήταν πολύ δυνατό την έριξε κάτω αναίσθητη. "Εκεί κάτω να μείνεις", είπε η βασίλισσα και έφυγε.
Για καλή τύχη της Χιονάτης οι νάνοι γύρισαν πιο νωρίς στο σπίτι εκείνο το βράδυ και μόλις είδαν το κορίτσι αναίσθητο κατάλαβαν τι είχε συμβεί. Σύντομα βρήκαν το δηλητηριασμένο χτένι και μόλις το έβγαλαν η Χιονάτη συνήλθε και τους διηγήθηκε όλα όσα είχαν συμβεί. Τότε οι νάνοι προειδοποίησαν για άλλη μια φορά την Χιονάτη να μην ανοίγει σε κανέναν όταν λείπουν.
Στο μεταξύ η βασίλισσα πήγε στο σπίτι της και ρώτησε αμέσως τον καθρέφτη της την ίδια ερώτηση. Όταν ο καθρέφτης της απάντησε και πάλι ότι η πιο όμορφη είναι η Χιονάτη, η βασίλισσα άρχισε να τρέμει από την οργή της και είπε: "Η Χιονάτη θα πεθάνει ακόμη και αν μου κοστίσει την ζωή μου."
Τότε πήρε ένα μήλο, πήγε σε ένα μυστικό δωμάτιο του παλατιού και έβαλε μέσα στο μήλο δηλητήριο. Από έξω το μήλο φαίνονταν πολύ ωραίο και γευστικό, όμως όποιος το δοκίμαζε θα πέθαινε αμέσως. Μετά μεταμφιέστηκε σαν γυναίκα χωρικού και ξαναπήγε στο σπίτι των νάνων.
Μόλις χτύπησε την πόρτα η Χιονάτη έβγαλε το κεφάλι της από το παράθυρο και είπε: "Οι καλοί νάνοι με συμβούλεψαν να μην ανοίξω σε κανέναν." "Κάνε όπως θέλεις" είπε η γυναίκα, "πάρε όμως αυτό το ωραίο μήλο, σου το κάνω δώρο". "Όχι, δεν το θέλω" είπε η Χιονάτη. Η βασίλισσα όμως που ήταν πονηρή της είπε: "Ανόητο κορίτσι! Τι φοβάσαι; Μήπως είναι δηλητηριασμένο; Έλα, εσύ θα φας από την μια μεριά και εγώ από την άλλη."
Το μήλο όμως ήταν έτσι φτιαγμένο που η μια του πλευρά ήταν δηλητηριασμένη ενώ η άλλη όχι! Η Χιονάτη που είχε μπει στον πειρασμό να δοκιμάσει το μήλο, γιατί φαινόταν πολύ νόστιμο, μόλις είδε την γυναίκα να τρώει από τη μια μεριά, δεν μπόρεσε να κρατηθεί άλλο και δάγκωσε κι αυτή από την άλλη. Μόλις όμως δάγκωσε το μήλο έπεσε κάτω και φαινόταν σαν νεκρή. "Αυτή την φορά τίποτα δεν θα σε σώσει" είπε η βασίλισσα και γύρισε πίσω στο σπίτι της.
Τότε ρώτησε πάλι τον καθρέφτη της ποια είναι η πιο όμορφη και επιτέλους ο καθρέφτης της απάντησε:
"Εσύ βασίλισσα μου είσαι η ομορφότερη από όλες" και τότε η κακιά βασίλισσα χάρηκε πολύ.
Όταν ήρθε το βράδυ, οι νάνοι γύρισαν στο σπίτι τους και βρήκαν την Χιονάτη ξαπλωμένη στο πάτωμα. Δεν ανέπνεε καθόλου και φοβήθηκαν ότι είχε πεθάνει. Την σήκωσαν, χτένισαν τα μαλλιά της, έπλυναν το πρόσωπό της με κρασί και νερό όμως δεν μπόρεσαν να την κάνουν καλά.
Τότε την ξάπλωσαν πάνω σε ένα κρεβάτι και την θρηνούσαν για τρεις ολόκληρες μέρες. Σκέφτηκαν να την θάψουν όμως τα μάγουλά της ήταν ακόμη κόκκινα και το πρόσωπό της έμοιαζε όπως όταν ήταν ζωντανή.
Τότε είπαν: "Ποτέ δεν θα την θάψουμε στο κρύο έδαφος". Την έβαλαν λοιπόν σε ένα γυάλινο κουτί για να μπορούν να την βλέπουν και έγραψαν με χρυσά γράμματα το όνομά της και ότι ήταν κόρη βασιλιά. Μετά τοποθέτησαν το κουτί πάνω σε ένα λόφο και κάθε μέρα ένας κάθονταν εκεί ένας-ένας με τη σειρά για να την προσέχει. Τα πουλιά ήρθαν και αυτά για να θρηνήσουν την Χιονάτη. Πρώτο απ’ όλα ήρθε μια κουκουβάγια, μετά ένα κοράκι και τελευταίο ένα περιστέρι.
Έτσι η Χιονάτη έμεινε ξαπλωμένη για πολλά, πολλά χρόνια και έμοιαζε σαν να κοιμάται γιατί το δέρμα της ήταν ακόμη λευκό σαν το χιόνι, τα μάγουλά της κατακόκκινα και τα μαλλιά της μαύρα.
Μια μέρα έφτασε στο σπίτι των νάνων ένας πρίγκιπας. Είδε το κουτί με την κοπέλα μέσα και διάβασε απ' έξω τα χρυσά γράμματα που έγραφαν ότι την έλεγαν Χιονάτη και ότι ήταν κόρη βασιλιά. Του πρίγκιπα του άρεσε πολύ η Χιονάτη και πρόσφερε στους νάνους λεφτά για να την πάρει μαζί. Εκείνοι όμως του απάντησαν: "Δεν θα την αποχωριστούμε ούτε για όλο το χρυσάφι του κόσμου."
Με τα πολλά και αφού κατάλαβαν ότι ο πρίγκιπας ήταν καλός και ότι θα προσέχει τη Χιονάτη, στο τέλος οι νάνοι τον λυπήθηκαν και του έδωσαν το κουτί με την κοπέλα. Την στιγμή όμως που πήγε να σηκώσει το κουτί για να το πάρει μαζί του, το μήλο έπεσε από το στόμα της Χιονάτης και ξύπνησε! Τότε εκείνη ρώτησε: "Πού βρίσκομαι;" Και ο πρίγκιπας απάντησε: "Είσαι ασφαλής μαζί μου." Έπειτα της εξιστόρησε τι είχε συμβεί και είπε: "Σε αγαπώ περισσότερο από όλο τον κόσμο. Έλα μαζί μου στο παλάτι του πατέρα μου και θα γίνεις γυναίκα μου." Η Χιονάτη συμφώνησε και πήγε μαζί με τον πρίγκιπα στο παλάτι όπου άρχισαν οι προετοιμασίες για τον γάμο τους.
Ανάμεσα στους καλεσμένους του γάμου ήταν και ο παλιός εχθρός της Χιονάτης, η κακιά βασίλισσα. Καθώς ντύνονταν με ωραία φορέματα γύρισε στον καθρέφτη της και ρώτησε: "Καθρέφτη, καθρεφτάκι μου, πες μου ποια είναι η πιο όμορφη από όλες;" Και ο καθρέφτης απάντησε: "Εσύ κυρά μου είσαι η πιο όμορφη εδώ, όμως η ομορφότερη από όλες είναι αυτή που θα παντρευτεί τον πρίγκιπα και θα γίνει νέα βασίλισσα."
Όταν το άκουσε αυτό, η κακιά βασίλισσα ένιωσε οργή. Όμως η ζήλια της και η περιέργειά της ήταν τόσο μεγάλες που ήθελε να πάει να δει την νύφη. Μόλις έφτασε στο γάμο και είδε ότι η νύφη ήταν η Χιονάτη που νόμιζε ότι είχε σκοτώσει τότε έσκασε από το κακό της και πέθανε.
Η Χιονάτη και ο πρίγκιπας έζησαν και βασίλεψαν ευτυχισμένοι για πολλά, πολλά χρόνια!

Η κοκκινοσκουφίτσα
Μια φορά και έναν καιρό ζούσε σε ένα μικρό χωριό ένα κοριτσάκι. Η γιαγιά της της είχε χαρίσει ένα κόκκινο σκουφάκι που της άρεσε πολύ και το φορούσε πάντα. Έτσι όλοι στο χωριό την φώναζαν "κοκκινοσκουφίτσα".
Μια μέρα η γιαγιά της κοκκινοσκουφίτσας αρρώστησε και έτσι η μητέρα της την φώναξε και της είπε:
"κοκκινοσκουφίτσα, πάρε αυτό το καλάθι, έχει μέσα φαγητό και ένα μπουκάλι κρασί. Να τα πας στην γιαγιά σου που είναι άρρωστη για να γίνει καλά. Όμως να προσέχεις στο δρόμο και να μην βγεις από το μονοπάτι γιατί παραμονεύουν πολλοί κίνδυνοι".
Η κοκκινοσκουφίτσα υποσχέθηκε στην μητέρα της να προσέχει και ξεκίνησε.
Το σπίτι της γιαγιάς ήταν μέσα στο δάσος. Μετά από λίγη ώρα και ενώ περπατούσε στο μονοπάτι η κοκκινοσκουφίτσα συνάντησε ένα λύκο. Δεν ήξερε όμως ότι ο λύκος είναι κακός και έτσι δεν τον φοβήθηκε. Την πλησιάζει λοιπόν ο λύκος και της λέει:
- Καλή σου μέρα κοκκινοσκουφίτσα.
- Γεια σου λύκε!
- Πού πηγαίνεις τόσο νωρίς κοκκινοσκουφίτσα;
- Πηγαίνω στο σπίτι της γιαγιάς μου που είναι άρρωστη. Μου έδωσε η μαμά μου να της πάω φαγητό και κρασί για να δυναμώσει.
- Και πού μένει η γιαγιά σου;
- Το σπίτι της είναι κάτω από κάτι βελανιδιές λίγο πιο κάτω από εδώ.
Ο κακός λύκος σκέφτηκε: "να μια καλή ευκαιρία για μένα να φάω. Πρέπει να βρω ένα τρόπο για να την καθυστερήσω". Μετά από λίγο λέει στην κοκκινοσκουφίτσα: "κοκκινοσκουφίτσα, δες τι όμορφα λουλούδια έχουν ανθίσει στο δάσος, άκου και τα πουλάκια τι ωραία κελαηδούν. Γιατί δεν στέκεσαι λίγο να τα δεις; Περπατάς βιαστική σαν να πηγαίνεις στο σχολείο ενώ είναι τόσο όμορφα εδώ."
Η κοκκινοσκουφίτσα κοίταξε γύρω της και είδε την όμορφη λιακάδα και τα λουλούδια που άνθιζαν παντού μέσα στο δάσος και σκέφτηκε: "αν πάω ένα μπουκέτο λουλούδια στην γιαγιά μου θα χαρεί πολύ. Είναι νωρίς ακόμη, προλαβαίνω να μαζέψω μερικά." Και έτρεξε μέσα στο δάσος για να μαζέψει λουλούδια. Κάθε φορά που έκοβε ένα λουλουδάκι της φαίνονταν ότι έβλεπε ένα ακόμη πιο όμορφο λίγο παραπέρα και έτρεχε να το πάρει πηγαίνοντας όλο και πιο μέσα στο δάσος.
Στο μεταξύ ο κακός λύκος έτρεξε στο σπίτι της γιαγιάς της και χτύπησε την πόρτα.
"Ποιός είναι;" ρώτησε η γιαγιά.
"Είμαι η κοκκινοσκουφίτσα" είπε ο λύκος, "σου έφερα φαγητό και κρασί".
"Σπρώξε την πόρτα και μπες, είναι ανοιχτά. Είμαι πολύ άρρωστη και δεν μπορώ να σηκωθώ" είπε η γιαγιά.
Και τότε ο λύκος άνοιξε την πόρτα, πήγε αμέσως στο κρεβάτι της γιαγιάς και την έφαγε! Μετά φόρεσε την νυχτικιά της, έβαλε το σκουφάκι της, έκλεισε τις κουρτίνες, ξάπλωσε στο κρεβάτι της γιαγιάς και περίμενε την κοκκινοσκουφίτσα.
Η κοκκινοσκουφίτσα αφού μάζεψε πολλά λουλουδάκια ξεκίνησε για το σπίτι της γιαγιάς της. Μόλις έφτασε είδε την πόρτα ανοιχτή και ανησύχησε. Προχώρησε μέσα στο σπίτι και έφτασε δίπλα στο κρεβάτι της γιαγιάς της. Άνοιξε τις κουρτίνες και είδε ότι η γιαγιά της φαινόταν πολύ περίεργη. Έτσι ρώτησε:
- Γιαγιά, γιατί έχεις τόσο μεγάλα αυτιά;
- Για να σε ακούω καλύτερα παιδί μου.
- Γιαγιά, γιατί έχεις τόσο μεγάλα μάτια;
- Για να σε βλέπω καλύτερα κοριτσάκι μου.
- Γιαγιά, γιατί έχεις τόσο μεγάλα χέρια;
- Για να σε πιάνω καλύτερα.
- Ω, γιαγιά, γιατί έχεις τόσο μεγάλο και τρομερό στόμα;
"Για να σε φάω", είπε ο λύκος και αμέσως πετάχτηκε από το κρεβάτι και την έκανε μια μπουκιά!
Αφού ο λύκος έφαγε και την κοκκινοσκουφίτσα γύρισε στο κρεβάτι και ξάπλωσε γιατί το στομάχι του είχε βαρύνει. Τότε τον πήρε ο ύπνος και άρχισε να ροχαλίζει δυνατά.
Εκείνη την στιγμή έτυχε να περνάει έξω από το σπίτι της γιαγιάς ένας κυνηγός, που άκουσε το ροχαλητό και παραξενεύτηκε που η γιαγιά ροχάλιζε τόσο δυνατά. Έτσι αποφάσισε να πάει να δει τι συμβαίνει. Μόλις μπήκε μέσα είδε το λύκο να κοιμάται στο κρεβάτι, είδε και τη μεγάλη του κοιλιά και κατάλαβε τι είχε συμβεί. "Σίγουρα έφαγε την γιαγιά" σκέφτηκε, "όμως μπορεί να προλαβαίνω ακόμα να την σώσω". Έτσι πήρε ένα ψαλίδι για να του ανοίξει την κοιλιά.
Μόλις έκοψε λίγο είδε το κόκκινο σκουφάκι της κοκκινοσκουφίτσας, ενώ μετά από λίγο το κοριτσάκι πετάχτηκε έξω κλαίγοντας "Ω, πόσο φοβήθηκα! Ήταν τόσο σκοτεινά μέσα στην κοιλιά του λύκου!" Αμέσως μετά βγήκε από την κοιλιά του λύκου και η γιαγιά. Τότε η κοκκινοσκουφίτσα έφερε πέτρες, γέμισαν την κοιλιά του λύκου και την έραψαν ξανά.
Όταν ο λύκος ξύπνησε ένιωθε το στομάχι του ακόμα πολύ βαρύ και πήγε να πιει νερό στο ποτάμι. Όταν έσκυψε να πιει νερό οι πέτρες ήταν τόσο βαριές που έπεσε μέσα στο ποτάμι και τον παρέσυρε πολύ μακριά.
Η κοκκινοσκουφίτσα, η γιαγιά της και ο κυνηγός που ήταν κρυμμένοι και τον είδαν χάρηκαν. Η γιαγιά έφαγε το φαγητό, ήπιε το κρασί και ένιωσε καλύτερα. Και η κοκκινοσκουφίτσα σκέφτηκε: "άλλη φορά θα ακούω τη μαμά μου και δεν θα φεύγω από το μονοπάτι".

Ο λύκος και τα επτά κατσικάκια
Ήταν μια φορά μία κατσίκα η οποία είχε επτά μικρά κατσικάκια. Η κατσίκα αγαπούσε πολύ τα κατσικάκια της όπως κάθε μητέρα μητέρα αγαπάει τα παιδιά της. Μια μέρα πήγε στο δάσος για να τους φέρει φαγητό και πριν φύγει τα φώναξε κοντά της και τους λέει: «παιδάκια μου εγώ θα βγω στο δάσος, για αυτό εσείς θα πρέπει να προσέχετε. Ειδικά να φυλαχτείτε από τον λύκο γιατί αν μπει μέσα στο σπίτι, θα σας φάει όλα όπως είσαστε με τη μία. Έχετε τον νου σας γιατί ο κακούργος μπορεί και μεταμφιέζεται και αλλάζει όσες μορφές θέλει. Ότι και να κάνει όμως, πάντοτε η φωνή του παραμένει βραχνή και τα πόδια του είναι μαύρα».
Τα κατσικάκια απάντησαν: «μητέρα μη φοβάσαι θα προσέχουμε, πήγαινε εσύ και μη στεναχωριέσαι». Έτσι η κατσίκα ξεκίνησε ήσυχη για το δάσος. Δεν πέρασε πολύ ώρα και κάποιος χτύπησε την πόρτα φωνάζοντας: «ανοίξτε παιδιά μου, είμαι η μαμά σας και έφερα κάτι για τον καθέναν από εσάς». Αλλά τα κατσικάκια άκουσαν την βραχνή φωνή και κατάλαβαν ότι είναι ο λύκος. «Φύγε λύκε και δεν θα σου ανοίξουμε, η μητέρα μας έχει μια λεπτή γλυκιά φωνή ενώ η δικιά σου είναι βραχνή».
Τότε ο λύκος πήγε σε έναν πλανόδιο πωλητή και αγόρασε ένα μεγάλο κομμάτι κιμωλία. Αφού έφαγε την κιμωλία η φωνή του έγινε ψιλή. Μετά επέστρεψε και χτύπησε την πόρτα φωνάζοντας: «ανοίξτε παιδιά μου, είμαι η μαμά σας και έφερα κάτι για τον καθέναν από εσάς!»
Αλλά ο λύκος είχε ακουμπήσει το μαύρο πόδι του στο παράθυρο. Τα παιδιά που παρατήρησαν το μαύρο πόδι απάντησαν: «δεν σου ανοίγουμε, η μαμά μας δεν έχεις μαύρο πόδι όπως εσύ: εσύ είσαι ο λύκος».
Μόλις είδε ότι και πάλι δεν του άνοιξαν τα παιδιά, πήγε τρέχοντας στον φούρναρη και του λέει: «χτύπησα το πόδι μου, άλειψε το με ζυμάρι για να μην πονάει». Όταν ο φούρναρης έβαλε το ζυμάρι στο πόδι, ο λύκος πήγε στον μυλωνά και του ζήτησε να του ρήξει αλεύρι πάνω στη ζύμη. Ο μυλωνάς σκέφτηκε ότι κάποια βρομοδουλειά θα ετοιμάζει και αρνήθηκε. Τότε ο λύκος τον απείλησε: «αν δεν βάλεις αλεύρι θα σε φάω». Έτσι ο μυλωνάς έρηξε άσπρο αλεύρι πάνω στη ζύμη που είχε στο πόδι του ο λύκος.
Μετά από αυτό ο κακοποιός πήγε για τρίτη φορά στο σπίτι με τα κατσικάκια και αφού χτύπησε την πόρτα του είπε: “Ανοίξτε μου παιδάκια μου, η μητερούλα σας είμαι. Μόλις γύρισα από το δάσος και έχω φέρει κάτι για τον καθέναν από εσας”. Τα κατσικάκια τότε απάντησαν: “δείξε μας το πόδι σου για να δούμε αν είσε πράγματι η μητερούλα μας”. Τότε έβαλε το πόδι του στο παράθυρο και όταν είδαν ότι είναι άσπρο πίστεψαν ότι έλεγε την αλήθεια και άνοιξαν την πόρτα. Αυτός όμως που μπήκε μέσα ήταν ο λύκος.
Μόλις τον είδαν τα κατσικάκια τρόμαξαν και έτρεξαν να κρυφτούνε. Το ένα πήδηξε και κρύφτηκε κάτω από το τραπέζι, το δέυτερο κάτω από το κρεβάτι, το τρίτο μέσα στον φούρνο, το τέταρτο μέσα στην κουζίνα, το πέμπτο μέσα στην ντουλάπα, το έκτο μέσα στην λεκάνη του νεροχύτη και το έβδομο στο ντουλάπι του ρολογιού. Αλλά ο λύκος τα βρήκε όλα και δεν καθυστέρησε καθόλου, κατάπινε το ένα κατσικάκι μετά το άλλο. Μόνο το έβδομο κατσικάκι, το μικρότερο που είχε κρυφτεί στο ντουλάπι του ρολογιού δεν κατάφερε να βρει. Μόλις ο λύκος ευχαρίστησε την όρεξη του σύρθηκε βαρύς βαρύς και ξάπλωσε έξω στην πρασινάδα κάτω από δέντρο και αποκοιμήθηκε.
Δεν πέρασε πολύ ώρα όταν η κατσίκα επέστρεψε στο σπίτι της. Τι ήταν αυτό που αντίκρυσε η δύστυχη; Η πόρτα ήταν ορθάνυχτη: το τραπέζι, η καρέκλες και οι πάγκοι ήταν αναποδογυρισμένα, ο νιπτήρας σπασμένος, η κουβέρτα και τα μαξιλάρια πεταμένα κάτω από το κρεβάτι. Έψαχνε για τα παιδιά της αλλά πουθενά δεν μπορούσε να τα βρει. Μετά άρχισε να τα φωνάζει ένα, ένα με το ονομά τους αλλά κανένα δεν απαντούσε. Επιτέλους όταν φώναξε το μικρότερο, τότε ακούστηκε μία λεπτή φωνούλα η οποία έλεγε: «εδώ μανούλα στο ντουλάπι του ρολογιού.» Η μητέρα πήγε στο ρολόι και έβγαλε το μικρό της. Θα μπορείτε να φανταστείτε πόσο πολύ έκλαψε η κατσίκα για τα καημένα τα παιδιά της.
Επιτέλους παρά την θλίψη της βγήκε από το σπίτι και το μικρό το κατσικάκι την ακολούθησε. Μόλις έφτασε στην πρασινάδα βρήκε τον λύκο ο οποίος ήταν ξαπλωμένος κάτω από ένα δέντρο και ροχάλιζε. Η κατσίκα τον παρατηρούσε από όλες τις πλευρές μέχρι που τελικά είδε ότι στην παρατεντωμένη κοιλιά του κάτι κουνιόταν.
«Θεέ μου, λες να είναι ακόμη ζωντανά τα καημένα τα παιδάκια μου;» αναρωτήθηκε.
Έστειλε τότε το μικρό κατσικάκι στο σπίτι για να φέρει ψαλίδι, σχοινί και ύφασμα. Μετά έκοψε την κοιλάρα του τέρατος και πριν ακόμη ολοκληρώσει καλά- καλά την πρώτη κοψιά, τσουπ πετάχτηκε το κεφαλάκι από το πρώτο κατσικάκι.
Καθώς συνέχισε να κόβει πετάχτηκαν και τα έξι κατσικάκια έξω. Όλα ήταν ακόμη ζωντανά και δεν είχαν πάθει απολύτως τίποτα, καθώς ο λύκος τα είχε καταπιεί ολόκληρα από την λαιμαργία του. Η κατσίκα και τα κατσικάκια χαιρόταν και χόρευαν από την ευτυχία τους.
Η μητέρα όμως τα έστειλε να πάνε να βρούνε πέτρες για να γεμίσουν την κοιλιά του κακού λύκου όσο ακόμα κοιμόταν. Τότε τα επτά κατσικάκια κουβάλησαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν πέτρες και τις βάλανε στην κοιλιά του λύκου. Μετά η κατσίκα μπάλωσε την κοιλιά όσο πιο γρήγορα μπορούσε.
Όταν επιτέλους ξύπνησε ο λύκος σηκώθηκε στα πόδια του, και επειδή οι πέτρες του προκάλεσαν τεράστια διψά, ήθελε να πάει σε ένα πηγάδι και να πιει. Όταν όμως άρχισε να περπατάει οι πέτρες στην κοιλιά του άρχισαν να κουνάνε πέρα δώθε. Τότε φώναξε:
«τι κουνάει και χτυπάει
Και είναι μέσα στην κοιλιά
Νόμιζα ήταν κατσικάκια
Μα σαν πέτρα με χτυπά»
Τα κατσικάκια τότε πήγαν στο πηγάδι και φώναζαν: «Ο λύκος πέθανε, ο λύκος πέθανε» και χόρευαν με την μητέρα τους γύρω, γύρω από το πηγάδι.

Ο Παπουτσωμένος Γάτος
Μια φορά και έναν καιρό ζούσε ένας γέρος μυλωνάς με τα τρία παιδιά του. Ήρθε ο καιρός και ο μυλωνάς αρρώστησε βαριά και πέθανε. Όταν άνοιξαν τη διαθήκη του είδαν ότι στο μεγαλύτερο γιο του άφηνε το μύλο του, στο δεύτερο γιό άφηνε τον γάιδαρό του και στον μικρότερο γιό άφηνε… μόνο τον γάτο του!
Ο μικρός γιος του μυλωνά έπεσε τότε σε βαθιά απελπισία. Πώς θα μπορούσε να ζήσει χωρίς το μύλο και το γάιδαρο; Δεν ήξερε καμιά δουλειά να κάνει και σίγουρα θα πέθαινε από την πείνα.
Ο γάτος όμως που κληρονόμησε από τον πατέρα του δεν ήταν σαν τους συνηθισμένους γάτους που γνωρίζουμε. Ήταν πολύ έξυπνος και μιλούσε ανθρώπινα.
- Αφεντικό, μην απελπίζεσαι, είπε στο νεαρό αφεντικό του, που καθόταν έξω από το μύλο κι έκλαιγε με μαύρο δάκρυ.
- Πώς να μην απελπίζομαι; του απάντησε εκείνος. Πώς θα ζήσω τώρα που πέθανε ο πατέρας μου; Δεν ξέρω να κάνω τίποτε.
- Έχε μου εμπιστοσύνη αφεντικό και θα δεις ότι η τύχη σου δεν είναι τόσο κακή. Το μόνο που ζητάω από εσένα είναι ένα ζευγάρι μπότες και ένα σακί.
Ο νεαρός, μη ξέροντας τι άλλο να κάνει, έδωσε στο γάτο ό,τι ζήτησε και αυτός τον χαιρέτησε κι έφυγε.
Χωρίς να χάσει ούτε στιγμή, ο γάτος πήγε στην εξοχή. Κρύφτηκε σ’ ένα λιβάδι και περίμενε υπομονετικά. Λίγη ώρα αργότερα είδε να ξεπροβάλλει ένα κουνέλι. Το άφησε να πλησιάσει και ξαφνικά έδωσε ένα σάλτο και το γράπωσε! Το έκλεισε τότε σ’ ένα μικρό τσουβάλι και πήγε κατευθείαν στο παλάτι του βασιλιά.
- Αφήστε με να δω το βασιλιά, παρακάλεσε το φρουρό του παλατιού. Του φέρνω ένα ωραίο δώρο!
Ο φρουρός τον άφησε και σε λίγο ο γάτος μπήκε στο παλάτι και παρουσιάστηκε μπροστά στο βασιλιά και τη βασίλισσα.
- Μου είπαν ότι μου φέρνεις ένα δώρο, είπε ο βασιλιάς. Τι δώρο είναι;
- Ένα μεγάλο και παχύ αγριοκούνελο, βασιλιά μου!
Ο βασιλιάς καταχάρηκε.
- Μπράβο, είναι πολύ καλό το δώρο σου, του είπε. Θα το δώσω στο μάγειρα να μου το ετοιμάσει για το μεσημέρι. Αλλά ποιός μου το στέλνει το κουνέλι;
- Ο κύριός μου, μεγαλειότατε.
- Και… ποιός είναι ο κύριός σου;
- Ο μαρκήσιος του Καράμπα, του απάντησε ο πονηρός γάτος.
- Δεν έχω ξανακούσει το όνομά του, είπε ο βασιλιάς ύστερα από λίγη σκέψη.
- Είναι πολύ πλούσιος ο κύριός μου, μεγαλειότατε. Πλούσιος, νέος και όμορφος.
- Να του πεις ότι τον ευχαριστώ πολύ και θα ‘θελα να τον γνωρίσω.
- Θα τον γνωρίσετε σύντομα μεγαλειότατε.
Και αφού έκανε μια βαθιά υπόκλιση ο γάτος βγήκε από το παλάτι χαμογελώντας κάτω από τα μουστάκια του!
Ο πονηρός γάτος συνέχισε τους επόμενους μήνες να πηγαίνει δώρα στον βασιλιά και κάθε φορά έλεγε στο βασιλιά ότι τα στέλνει ο μαρκήσιος του Καράμπα.
Μετά από μερικούς μήνες ο Παπουτσωμένος Γάτος έμαθε ότι ο βασιλιάς αποφάσισε να κάνει μια βόλτα έξω από την πόλη. Τότε, πήγε γρήγορα στο αφεντικό του και τον παρακάλεσε να βγάλει τα ρούχα του και να μπει στο ποτάμι που περνούσε δίπλα από το δρόμο που θα περνούσε ο βασιλιάς.
Ο νεαρός έκανε αυτό που του είπε ο γάτος και τότε ο γάτος πήρε τα ρούχα του αφεντικού του και τα έκρυψε κάτω από μια πέτρα.
- Να θυμάσαι, είπε ο γάτος στο γιό του μυλωνά, ότι σε λένε μαρκήσιο του Καράμπα. Για όλα τα άλλα μην φοβάσαι, θα φροντίσω εγώ.
Όταν πλησίασε η συνοδεία του βασιλιά ο Παπουτσωμένος Γάτος πετάχτηκε στην μέση του δρόμου και άρχισε να φωνάζει βοήθεια.
- Τι συμβαίνει; είπε ο βασιλιάς.
- Αχ βασιλιά μου, στον κύριό μου, τον μαρκήσιο του Καράμπα, επιτέθηκαν ληστές, του έκλεψαν τα ρούχα και τον έριξαν μέσα στο ποτάμι, είπε ο πονηρός γάτος.
Τότε ο βασιλιάς έδωσε εντολή να βγάλουν από το ποτάμι το νεαρό και να τον ντύσουν με τα καλύτερα ρούχα. Μετά τον πήρε μαζί του στην άμαξα και συνέχισαν μαζί τη βόλτα.
Όμως πάνω στην άμαξα του βασιλιά ήταν και η πανέμορφη κόρη του, που μόλις είδε τον μαρκήσιο του Καράμπα ντυμένο όμορφα τον ερωτεύτηκε αμέσως.
Καθώς η βόλτα του βασιλιά συνεχίζονταν, ο Παπουτσωμένος Γάτος έτρεξε μπροστά από τη συνοδεία του βασιλιά. Σ’ ένα λιβάδι βρήκε μερικούς χωρικούς να κόβουν το σανό.
- Ακούστε, τους παρακάλεσε, σε λίγη ώρα θα περάσει από εδώ ο βασιλιάς. Αν σας ρωτήσει τίνος είναι τα λειβάδια, να του πείτε πως ανήκουν στον μαρκήσιο του Καράμπα.
- Μα… γιατί; απόρησαν εκείνοι.
- Κάνετέ μου σας παρακαλώ τη χάρη και μη ρωτάτε. Έχω το λόγο μου. Δεν πρόκειται να σας στοιχίσει τίποτε αυτό που σας ζήτησα.
Λίγο πιο κάτω, βρήκε άλλους χωρικούς που θέριζαν το σιτάρι τους. Ζήτησε και από αυτούς το ίδιο:
- Αν σας ρωτήσει ο βασιλιάς τίνος είναι τα χωράφια με το σιτάρι, να του πείτε πως είναι του μαρκήσιου του Καράμπα.
Έτσι και έγινε. Όταν έφτασε ο βασιλιάς στα λιβάδια και ρώτησε σε ποιόν ανήκουν, οι χωρικοί του απάντησαν πως ανήκουν στον μαρκήσιο του Καράμπα. Το ίδιο του απάντησαν και οι χωρικοί που θέριζαν το σιτάρι.
- Πολύ ωραία τα κτήματά σου, είπε ο βασιλιάς στον μαρκήσιο του Καράμπα. Θα πρέπει να είσαι πολύ πλούσιος.
Ο Παπουτσωμένος Γάτος, στο μεταξύ, παρακολουθούσε από μακριά τη βασιλική συνοδεία και συνέχισε τα πονηρά του σχέδια. Έτρεξε γρήγορα-γρήγορα σε ένα μεγάλο πύργο που ήταν παρακάτω. Σ’ αυτό τον πύργο έμενε ένας πελώριος κακός γίγαντας, που μπορούσε να παίρνει τις μορφές διάφορων ζώων. Ο γίγαντας ήταν πάρα πολύ πλούσιος και όλα τα κτήματα μέσα από τα οποία περνούσε ο βασιλιάς ήταν δικά του.
Μια και δυο ο γάτος χτυπάει την πόρτα του πύργου και παρουσιάζεται μπροστά στο γίγαντα.
- Τι θέλεις εδώ; τον ρώτησε αγριεμένος ο γίγαντας.
- Έμαθα ότι είσαι μάγος και μπορείς να παίρνεις την μορφή όποιου ζώου θέλεις, του είπε ο γάτος.
- Και βέβαια είμαι.
- Εγώ δεν το πιστεύω.
Και τότε ο γίγαντας, για να κάνει τον γάτο να τον πιστέψει, μεταμορφώθηκε σε ένα πελώριο λιοντάρι.
- Ω, έκανε ο γάτος και παρίστανε τον εντυπωσιασμένο. Αναρωτιέμαι όμως, είπε πονηρά, αν μπορείς να μεταμορφώσεις τον εαυτό σου σε κάτι μικρό, ας πούμε σε μικρό ποντικάκι.
- Και βέβαια, απάντησε ο γίγαντας και αμέσως μεταμορφώθηκε σε ποντικάκι.
Τότε ο πονηρός γάτος τον άρπαξε αμέσως και τον έκανε μια χαψιά!
Λίγη ώρα αργότερα η βασιλική συνοδεία έφτασε στον πύργο. Ο Παπουτσωμένος Γάτος άνοιξε την πόρτα και καλωσόρισε τον βασιλιά στον πύργο του μαρκήσιου του Καράμπα. Ο βασιλιάς έμεινε ενθουσιασμένος από τα πλούτη του μαρκήσιου και αμέσως του πρότεινε να παντρευτεί την κόρη του. Ο γιος του μυλωνά που είχε γοητευτεί από την όμορφη πριγκίπισσα δέχτηκε και σε λίγες μέρες έγινε ο γάμος τους.
Και έτσι, ο Παπουτσωμένος Γάτος κατάφερε να βοηθήσει τον κύριό του, όπως του είχε υποσχεθεί και από την ημέρα εκείνη έζησαν και οι δύο αχώριστοι και ευτυχισμένοι στον νέο τους πύργο.
Μάλιστα, ο γάτος από εδώ και στο εξής ντυνόταν με τα ομορφότερα ρούχα, ενώ ο… μαρκήσιος του Καράμπα, όπως έλεγαν τώρα πια το νεαρό γιό του μυλωνά, είχε στην υπηρεσία του έναν ειδικό μάγειρα για να μαγειρεύει νόστιμους μεζέδες για τον Παπουτσωμένο Γάτο.
Και ο γάτος άξιζε αυτή την φροντίδα και με το παραπάνω!

Τα τρία γουρουνάκια
Μια φορά και έναν καιρό ήταν τρία γουρουνάκια που ζούσαν με την μαμά τους. Όταν μεγάλωσαν τα γουρουνάκια η μαμά τους τους είπε:
- Παιδιά μου μεγαλώσατε πια και ήρθε η ώρα να φύγετε από το σπίτι και να πάτε να βρείτε την τύχη σας. Να θυμάστε μόνο πως σε ότι και αν κάνετε να δίνετε τον καλύτερό σας εαυτό και να το κάνετε όσο καλύτερα μπορείτε.
Έτσι τα τρία γουρουνάκια χαιρέτησαν τη μαμά τους και έφυγαν από το σπίτι.
Το πρώτο γουρουνάκι δεν πρόλαβε καλά καλά να απομακρυνθεί από το σπίτι και είδε έναν άνθρωπο που κουβαλούσε άχυρα. Χωρίς να το σκεφτεί και πολύ έτρεξε γρήγορα δίπλα του και του είπε:
- Σε παρακαλώ άνθρωπέ μου, πούλησέ μου τα άχυρά σου. Θέλω να φτιάξω με αυτά το σπίτι μου.
Ο άνθρωπος παραξενεύτηκε που το γουρουνάκι ήθελε να φτιάξει ένα σπίτι από άχυρα. Παρόλ' αυτά του τα πούλησε.
Έτσι το πρώτο γουρουνάκι βρήκε ένα ωραίο μέρος και χωρίς πολύ κόπο, έφτιαξε ένα σπίτι από άχυρα για να μείνει. Τα αδέρφια του το αποχαιρέτησαν και συνέχισαν το ταξίδι τους.
Μια μέρα, ένας πεινασμένος λύκος περπατούσε στο δρόμο και έψαχνε να βρει κάτι να φάει. Εκεί που περπατούσε, είδε από μακριά το σπίτι με τα άχυρα και απ' έξω το γουρουνάκι. Να μια καλή ευκαιρία για να φάω, σκέφτηκε και πλησίασε προς το σπίτι. Το γουρουνάκι μόλις τον είδε έτρεξε στο σπίτι του για να προστατευθεί. Στάθηκε λοιπόν ο λύκος έξω από το σπίτι και αφού χτύπησε δυνατά την πόρτα φώναξε:
- Γουρουνάκι, άνοιξέ μου και άφησέ με να μπω μέσα.
- Σιγά να μην σου ανοίξω για να μπεις μέσα και να με φας, απάντησε το γουρουνάκι.
- Τότε κι εγώ θα φυσήξω με όλη μου την δύναμη και θα γκρεμίσω το σπίτι σου, αποκρίθηκε ο λύκος.
Έτσι, φύσηξε και χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια το σπίτι γκρεμίστηκε. Τότε ο λύκος έτρεξε, έπιασε το γουρουνάκι και το έφαγε!
Τα άλλα δύο γουρουνάκια που έμαθαν τι έπαθε ο αδερφός τους σκέφτηκαν ότι θα πρέπει να είναι πιο προσεκτικά. Εκεί που περπατούσαν, βλέπουν ένα άνθρωπο που κουβαλούσε ένα φορτίο με ξύλα. Το δεύτερο γουρουνάκι πήγε αμέσως κοντά του και του είπε:
- Καλέ μου άνθρωπε, πούλησέ μου τα ξύλα σου για να φτιάξω το σπίτι μου.
Και πράγματι ο άνθρωπος του πούλησε τα ξύλα.
Τότε, το γουρουνάκι έφτιαξε ένα ωραίο ξύλινο σπίτι για να μείνει. Κουράστηκε λίγο, άλλα σκέφτηκε ότι δεν πειράζει γιατί το σπίτι που είχε φτιάξει ήταν πιο γερό από του ανόητου αδερφού του. Έτσι αποχαιρέτησε τον αδερφό του, μπήκε μέσα στο σπιτάκι του, κάθησε στην καρέκλα του και απολάμβανε την ζεστασιά του σπιτιού.
Στο μεταξύ ο κακός λύκος άρχισε πάλι να πεινάει. Εκεί που περπατούσε και σκεφτόταν τι να φάει, είδε το ξύλινο σπίτι και μέσα σε αυτό το δεύτερο γουρουνάκι. Αμέσως πήγε κοντά, χτύπησε δυνατά την πόρτα και είπε:
- Γουρουνάκι, άνοιξέ μου και άφησέ με να μπω μέσα.
- Δεν με ξεγελάς εμένα λύκε, φώναξε από μέσα το γουρουνάκι. Αν σου ανοίξω θα μπεις μέσα και θα με φας.
- Τότε κι εγώ θα φυσήξω με όλη μου την δύναμη και θα σου γκρεμίσω το σπίτι, απάντησε νευριασμένος ο λύκος.
Έτσι, φύσηξε μια, φύσηξε δυο και μετά από αρκετή προσπάθεια το σπίτι γκρεμίστηκε. Τότε ο λύκος έτρεξε γρήγορα, έπιασε το γουρουνάκι και το έφαγε και αυτό!
Το τρίτο γουρουνάκι δεν ήταν ανόητο σαν τους αδερφούς του. Αφού περπάτησε και έψαξε πολύ, βρήκε έναν άνθρωπο που κουβαλούσε τούβλα.
- Σας παρακαλώ κύριε, του είπε, πουλήστε μου τα τούβλα σας για να φτιάξω το σπίτι μου.
Και τότε ο άνθρωπος αποφάσισε να δώσει τα τούβλα στο γουρουνάκι.
Το τρίτο γουρουνάκι κουράστηκε πολύ για να φτιάξει το σπίτι του. Του πήρε πολλές ημέρες, στο τέλος όμως έφτιαξε ένα πολύ γερό σπίτι από τούβλα και τσιμέντο. Μπήκε λοιπόν μέσα και κάθισε για να ξεκουραστεί.
Ο κακός λύκος που είχε πεινάσει πάλι, είδε το σπίτι από το τρίτο γουρουνάκι. Σκέφτηκε ότι ήταν η ευκαιρία του να το φάει και αυτό όπως τα αδέρφια του και ευθύς πήγε και χτύπησε την πόρτα:
- Γουρουνάκι, άνοιξέ μου και άφησέ με να μπω μέσα, φώναξε.
- Δεν σου ανοίγω λύκε. Θα φας κι εμένα όπως τα αδέρφια μου, απάντησε αυτό.
- Τότε κι εγώ θα φυσήξω με όλη μου την δύναμη και θα σου γκρεμίσω το σπίτι, απάντησε ξανά ο λύκος.
Τότε άρχισε να φυσάει και να ξεφυσάει με όλη του την δύναμη. Όμως το σπίτι ήταν πολύ γερό και μετά από κάποιες ώρες, ο λύκος κατάλαβε ότι δεν πρόκειται να καταφέρει τίποτα έτσι. Κάθισε λοιπόν και σκέφτηκε ότι για να φάει το γουρουνάκι θα πρέπει να το ξεγελάσει.
Έτσι του είπε:
- Γουρουνάκι, ξέρω ένα ωραίο χωράφι με γογγύλια!
- Πού είναι; ρώτησε το γουρουνάκι.
- Είναι εδώ παρακάτω στο αγρόκτημα. Αν θέλεις, αύριο το πρωί θα περάσω να σε πάρω να πάμε παρέα και να πάρουμε μερικά.
- Εντάξει, απάντησε το γουρουνάκι, αύριο θα ετοιμαστώ για να πάμε. Μόνο πες μου τι ώρα θα περάσεις.
- Θα περάσω στις έξι, απάντησε ο λύκος και έφυγε σίγουρος ότι έπιασε το κόλπο του.
Το γουρουνάκι όμως που ήταν έξυπνο, κατάλαβε το κόλπο του λύκου. Έτσι, ξύπνησε στις πέντε και πήγε μόνο του στο αγρόκτημα. Μέχρι να πάει η ώρα έξι είχε ήδη μαζέψει τα γογγύλια και είχε γυρίσει στο σπίτι του.
Ο λύκος πήγε στο σπίτι στις έξι όπως είχαν συμφωνήσει, χτύπησε την πόρτα και είπε:
- Γουρουνάκι είσαι έτοιμο;
- Έτοιμο, μόνο που μέχρι να έρθεις πήγα στο αγρόκτημα και μάζεψα τα γογγύλια μου. Τώρα ετοιμαζόμουν να φτιάξω μια ωραία κατσαρόλα με φαγητό!
Ο λύκος όταν το άκουσε αυτό θύμωσε πολύ. Παρόλ' αυτά σκέφτηκε ότι αν προσπαθούσε πάλι θα κατάφερνε να ξεγελάσει το γουρουνάκι και έτσι είπε:
- Γουρουνάκι, ξέρω που υπάρχει μια ωραία μηλιά που κάνει πεντανόστιμα μήλα.
- Πού είναι; αποκρίθηκε το γουρουνάκι.
- Πιο κάτω στον μεγάλο κήπο. Αν δεν με κοροϊδέψεις πάλι μπορώ να περάσω αύριο το πρωί στις πέντε να σε πάρω να πάμε.
- Σύμφωνοι, είπε το γουρουνάκι και ο λύκος έφυγε.
Το γουρουνάκι όμως ήταν πονηρό και κατάλαβε πάλι το κόλπο του λύκου. Έτσι ξύπνησε στις τέσσερις και πήγε γρήγορα στην μηλιά, ελπίζοντας ότι θα προλάβει να γυρίσει πριν να έρθει ο λύκος. Όμως η διαδρομή ήταν μεγαλύτερη και επιπλέον είχε να σκαρφαλώσει και στο δέντρο.
Όταν λοιπόν, μάζεψε τα μήλα και άρχισε να κατεβαίνει από το δέντρο, είδε από μακριά τον λύκο να έρχεται προς το μέρος του. Όταν ο λύκος έφτασε κάτω από το δέντρο είπε:
- Γουρουνάκι έφτασες πριν από εμένα; Είναι ωραία τα μήλα;
- Ναι πολύ ωραία, είπε το γουρουνάκι. Κάτσε να σου πετάξω ένα κάτω για να δοκιμάσεις.
Και πέταξε το μήλο πολύ μακριά από το δέντρο.
Μέχρι ο λύκος να φτάσει το μήλο, το γουρουνάκι πήδηξε κάτω από την μηλιά και έτρεξε γρήγορα στο σπίτι του.
Ο λύκος δεν το 'βαλε κάτω. Την επόμενη μέρα το πρωί πήγε πάλι στο γουρουνάκι με καινούριο σχέδιο. Χτύπησε την πόρτα και είπε:
- Γουρουνάκι το απόγευμα γίνεται ένα πανηγύρι στο διπλανό χωριό. Θέλεις να πάμε;
- Φυσικά, είπε το γουρουνάκι. Τι ώρα θα πας;
- Στις τρείς, είπε ο λύκος και έφυγε.
Το γουρουνάκι, όπως και τις άλλες φορές ξεκίνησε πιο νωρίς και πήγε στο πανηγύρι. Εκεί αγόρασε ένα βαρέλι και καθώς γύριζε είδε τον λύκο να πηγαίνει προς το σπίτι του. Τότε, μην έχοντας τι άλλο να κάνει, σκέφτηκε να μπει μέσα στο βαρέλι για να κρυφτεί. Στην προσπάθειά του όμως να μπεί μέσα στο βαρέλι, αυτό αναποδογύρισε και άρχισε να κατρακυλάει στον λόφο! Ο λύκος, που δεν είχε δει το γουρουνάκι, είδε το βαρέλι να έρχεται προς τα πάνω του και τρόμαξε πολύ. Άρχισε λοιπόν να τρέχει για να φύγει και τελικά δεν πήγε στο πανηγύρι.
Το γουρουνάκι μόλις σταμάτησε το βαρέλι, βγήκε από μέσα και πήγε γρήγορα στο σπίτι του. Μετά από λίγο, ο λύκος ηρέμησε από την λαχτάρα που πήρε και πήγε στο σπίτι του μικρού γουρουνιού. Χτύπησε την πόρτα και είπε στο γουρουνάκι τι του είχε συμβεί. Ότι δηλαδή δεν πήγε στο πανηγύρι γιατί τρόμαξε πολύ από ένα βαρέλι που κατρακυλούσε προς τα πάνω του.
- Χα χα, σε κορόιδεψα, είπε το γουρουνάκι. Είχα πάει στο πανηγύρι και αγόρασα ένα βαρέλι. Μόλις σε είδα μπήκα μέσα και άρχισα να κατρακυλάω στην πλαγιά του λόφου για να σε τρομάξω!
Όταν ο λύκος το άκουσε αυτό έγινε έξαλλος.
- Α, ώστε εσύ ήσουν που με τρόμαξες, είπε. Τότε και εγώ θα μπω στο σπίτι σου από την καμινάδα και θα σε φάω!
Το γουρουνάκι μόλις το άκουσε αυτό αποφάσισε ότι έπρεπε να δράσει γρήγορα. Έτσι, μέχρι να καταφέρει ο λύκος να ανέβει στην σκεπή, άρπαξε γρήγορα μια μεγάλη κατσαρόλα και την γέμισε νερό. Άναψε όσο πιο γρήγορα μπορούσε μια δυνατή φωτιά στο τζάκι και έβαλε από πάνω την κατσαρόλα. Όταν ο λύκος ήταν έτοιμος να μπει στην καμινάδα το νερό είχε ήδη αρχίσει να βράζει. Έτσι, όταν ο λύκος μπήκε στην καμινάδα, έπεσε με φόρα μέσα στην κατσαρόλα με το βραστό νερό και κάηκε.
Έτσι, το γουρουνάκι ξεφορτώθηκε τον κακό λύκο και από τότε έζησε αυτό καλά και εμείς καλύτερα!

Το κοριτσάκι με τα σπίρτα
Ήταν παραμονή Πρωτοχρονιάς και είχε αρχίσει να νυχτώνει. Έκανε πολύ κρύο και χιόνιζε ασταμάτητα. Ένα μικρό φτωχό κοριτσάκι περιπλανιόταν στους σκοτεινούς και άδειους δρόμους της πόλης. Δεν φορούσε τίποτα στο κεφάλι της και τα πόδια της ήταν ξυπόλυτα. Η αλήθεια είναι ότι όταν έφυγε από το σπίτι της φορούσε κάτι φθαρμένες παντόφλες από την μητέρα της, όμως της ήταν πολύ μεγάλες. Έτσι όταν δυο άμαξες πέρασαν με φόρα δίπλα της, έτρεξε για να τις αποφύγει και έχασε τις παντόφλες τις. Την μία παντόφλα ήταν αδύνατο να την βρει όσο και αν έψαξε. Την δεύτερη παντόφλα την άρπαξε ένα αγόρι και άρχισε να τρέχει φωνάζοντας ότι θα την κάνει κούνια όταν θα έχει δικά του παιδιά. Έτσι το κοριτσάκι αναγκάστηκε να περπατάει ξυπόλητο και τα πόδια της είχαν μελανιάσει από το κρύο.
Το κοριτσάκι φορούσε μια παλιά ποδιά που στην τσέπη της είχε βάλει κάποια σπίρτα. Λίγα ακόμη σπίρτα κρατούσε στο χέρι της και προσπαθούσε να τα πουλήσει. γιατί αυτό έκανε για να ζήσει: πουλούσε σπίρτα. Κανένας όμως δεν είχε αγοράσει σπίρτα όλη την ημέρα, ούτε καν της έδωσαν καμιά δεκάρα για ελεημοσύνη. Η κατάστασή της ήταν τραγική καθώς περπατούσε στο δρόμο παγωμένη και η πείνα την θέριζε. Οι νιφάδες του χιονιού έπεφταν πάνω στα ξανθά μαλλιά της που ήταν πολύ όμορφα όμως το κοριτσάκι δεν μπορούσε να χαρεί την ομορφιά του χιονιού.
Όλα τα παράθυρα των σπιτιών ήταν φωτισμένα και η ατμόσφαιρα μύριζε ψητή γαλοπούλα γιατί όλοι ετοιμάζονταν να υποδεχτούν τον Νέο Χρόνο. Βρήκε μια γωνιά ανάμεσα σε δύο σπίτια και κάθισε εκεί για να προστατευθεί από το κρύο. Προσπάθησε να μαζέψει τα πόδια της ώστε να ζεσταθούν όμως δεν γινόταν τίποτα. Τώρα κρύωνε πάρα πολύ. Το κοριτσάκι δεν τολμούσε να πάει στο σπίτι της γιατί δεν είχε πουλήσει ούτε σπίρτο και ο πατέρας της θα της έδερνε. Αλλά και στο σπίτι της να πήγαινε δεν θα ήταν πιο ζεστό από ότι έξω. Στο σπίτι της δεν είχαν σόμπα και η σκεπή ήταν γεμάτη ρωγμές και σπασμένα κεραμίδια.
Τα χέρια της είχαν παγώσει από το κρύο τόσο πολύ που μετά βίας τα κουνούσε. Τότε σκέφτηκε ότι ένα σπίρτο θα την βοηθούσε να ζεσταθεί λίγο. Αρπάζει λοιπόν ένα σπίρτο από την ποδιά της, το τρίβει στον τοίχο και με μιας το σπίρτο άναψε. Ώ, τι ωραία που έκαιγε και πόσο όμορφη φλόγα. Το κοριτσάκι φαντάστηκε ότι ήταν σαν κερί έτσι που έβαζε το χέρι της γύρω του για να το ζεστάνει. Τι περίεργο κερί ήταν αυτό... Έτσι όπως κοιτούσε την φλόγα του φαντάστηκε ότι ήταν μπροστά σε μια όμορφη σόμπα. Και η φωτιά έκαιγε λαμπερά μέσα στην σόμπα και ζέσταινε την ατμόσφαιρα. Μόλις όμως ήταν έτοιμη να απλώσει τα πόδια της να ζεσταθούν στην σόμπα τότε η φλόγα έσβησε, η σόμπα χάθηκε και έμεινε να κρατάει ένα σβησμένο σπίρτο.
Αμέσως άρπαξε ένα ακόμα σπίρτο και το άναψε. Η φλόγα λαμπύρισε και φώτισε τον τοίχο δίπλα της. Όμως ο τοίχος έγινε αμέσως διάφανος και μπορούσε να δει μέσα στο δωμάτιο. Όλα ήταν στολισμένα για τη γιορτή μέσα στο δωμάτιο και στο κέντρο υπήρχε ένα τραπέζι γεμάτο με φαγητά. Στο κέντρο του ξεχώριζε μια πεντανόστιμη ψητή γαλοπούλα. Ξαφνικά η γαλοπούλα πήδηξε από το τραπέζι και άρχισε να περπατά προς το κοριτσάκι. Μόλις όμως ήταν έτοιμη να την πιάσει το σπίρτο έσβησε και απόμεινε να κοιτάζει τον μαύρο τοίχο.
Άναψε ακόμη ένα σπίρτο. Τώρα βρέθηκε να κάθετε κάτω από ένα Χριστουγεννιάτικό δέντρο. Ήταν το πιο όμορφο δέντρο που είχε δει ποτέ της. Πιο όμορφο και από του πλούσιου έμπορου που είχε δει τις προάλλες. Όμορφα στολίδια στόλιζαν τα κλαδιά του και όλο το δέντρο φωτίζονταν με κεριά. Το σπίρτο όμως έσβησε, το δέντρο εξαφανίστηκε και τα κεριά άρχισαν να ανεβαίνουν προς τον ουρανό. Τότε συνειδητοποίησε ότι τα κεριά που έβλεπε ήταν τα άστρα. Όπως κοιτούσε τα αστέρια είδε ένα να πέφτει. Σκέφτηκε: "Κάποιος θα πεθάνει σήμερα". Έτσι της είχε μάθει η γιαγιά της, ο μόνος άνθρωπος που νοιάστηκε ποτέ για αυτήν. Όταν βλέπεις ένα αστέρι να πέφτει, τότε μια ψυχή πηγαίνει στο Θεό.
Στο επόμενο σπίρτο που άναψε μέσα από την φλόγα ξεπήδησε η εικόνα της γιαγιάς της. Την έβλεπε καθαρά να την κοιτάζει με το γαλήνιο βλέμμα της. "Ω γιαγιά μου, πάρε με μαζί σου" είπε το κοριτσάκι. "Ξέρω ότι θα εξαφανιστείς μόλις σβήσει το σπίρτο όπως εξαφανίστηκε η σόμπα, η νόστιμη γαλοπούλα και το όμορφο Χριστουγεννιάτικο δέντρο".
Αμέσως άναψε μια χούφτα σπίρτα για να μην χαθεί ή εικόνα της γιαγιάς της. Και τα σπίρτα φώτισαν το μέρος σαν να ήταν μέρα. Η γιαγιά της ποτέ δεν ήταν πιο όμορφη. Και τότε την πλησίασε, την πήρε στην αγκαλιά της και την ανέβασε ψηλά στον ουρανό όπου δεν υπήρχε ούτε κρύο, ούτε πείνα, ούτε πόνος γιατί ήταν μαζί με το Θεό.
Την επόμενη μέρα το πρωί βρήκαν το κοριτσάκι νεκρό εκεί στο άνοιγμα ανάμεσα από τα δύο σπίτια. Στα χέρια της είχε ακόμη τα σβησμένα σπίρτα και στο πρόσωπό της ένα χαμόγελο. Θα πρέπει να προσπάθησε να ζεσταθεί είπαν κάποιοι περαστικοί. Κανένας όμως δεν μπορούσε να φανταστεί τι ωραία πράγματα είχε δει το κοριτσάκι και σε τι ωραίο μέρος την είχε πάει η γιαγιά της ανήμερα της Πρωτοχρονιάς.

Ο λαγός και η χελώνα
Ένα ανοιξιάτικο πρωινό ένας λαγός είχε βγει έξω από την φωλιά του και έτρωγε φρέσκο χορταράκι. Καθώς έτρωγε, είδε μια χελώνα να περνάει λίγο πιο μακριά και του φάνηκε τόσο αστείο το περπάτημα της, που άρχισε να την κοροϊδεύει ότι ήταν πιο αργή και από τα σαλιγκάρια. Η χελώνα σταμάτησε, γύρισε προς τον λαγό και του είπε: Τι θα έλεγες να τρέξουμε σε ένα αγώνα δρόμου για να δούμε ποιος είναι πιο γρήγορος από τους δυο; Αυτό ήταν! Ο λαγός έπεσε κάτω και άρχισε να χτυπιέται από τα γέλια. Βλέποντας όμως ότι η χελώνα παρέμενε σοβαρή, κατάλαβε ότι δεν του το είπε για αστείο και έτσι δέχτηκε την πρόκληση. Η αλεπού ως καταλληλότερη, όρισε το σημείο που θα ξεκινούσαν, την διαδρομή και το σημείο τερματισμού.Ο αγώνας ορίστηκε για το επόμενο πρωινό και πράγματι, οι δύο διαγωνιζόμενοι καθώς και πολλά ζώα του δάσους βρίσκονταν πρωί πρωί στην αφετηρία. Η αλεπού έδωσε το σύνθημα και ο αγώνας ξεκίνησε. Η χελώνα χωρίς να χάσει χρόνο άρχισε να περπατάει, αργά βέβαια, και ήδη είχε καλύψει τα πρώτα εκατοστά της διαδρομής. Ο λαγός βλέποντας τον ρυθμό της αντιπάλου του, και νυστάζοντας μιας και ήταν πολύ πρωί, σκέφτηκε να κοιμηθεί λιγάκι και όταν ξυπνήσει θα έτρεχε όπως μόνο αυτός μπορεί και θα τερμάτιζε σίγουρα πρώτος. Έτσι η χελώνα συνέχισε να περπατάει, στην ορισμένη από την αλεπού διαδρομή, ενώ ο λαγός το έριξε στον ύπνο. Πέρασε αρκετή ώρα και κάποια στιγμή ο λαγός ξύπνησε. Καιρός για τρέξιμο είπε και ξεκίνησε. Παραξενεύτηκε πολύ που δεν συναντούσε την χελώνα και για μια στιγμή σκέφτηκε ότι θα είχε εγκαταλείψει τον αγώνα αφού έτσι κι αλλιώς τον είχε χαμένο από χέρι. Περισσότερο όμως ξέρετε πότε παραξενεύτηκε; Όταν έφτασε στο σημείο τερματισμού και είδε την χελώνα να τον περιμένει μασώντας ένα φυλλαράκι και έχοντας μια έκφραση θριάμβου στο πρόσωπο της. Έτσι η χελώνα κέρδισε τον λαγό σε αγώνα δρόμου, όχι βέβαια γιατί τρέχει πιο γρήγορα από αυτόν, αλλά γιατί παρέμεινε πιστή στον σκοπό της και δεν έδειξε όπως ο λαγός αλαζονεία.

Η ΣΤΑΧΤΟΠΟΥΤΑ
Ζούσε κάποτε σε μια μακρινή χώρα ένας καλός κι ευγενικός έμπορος με τη γυναίκα του και τη μικρή τους κόρη.
Η γυναίκα του όμως αρρώστησε και πέθανε κι ο άντρας της αποφάσισε να ξαναπαντρευτεί ,για να έχει η αγαπημένη του κόρη μια μητέρα. Δεν ήξερε όμως τι τον περίμενε...
Η νέα του γυναίκα ήταν κακιά και φαντασμένη και οι δύο της κόρες ήταν όμορφες στην όψη μα άσχημες στην καρδιά.
Δε πέρασε λίγος καιρός και ο έμπορος έπρεπε να φύγει για ένα μακρινό ταξίδι. Έτσι άφησε τη κόρη του μόνη με τη μητριά και τις δυο της κόρες. Μόλις έφυγε ο πατέρας της η μητριά, που ζήλευε τη κοπέλα γιατί ήταν όμορφη και καλή, την έντυσε με κουρέλια και την έβαζε να κάνει όλες τις δουλείες του σπιτιού σαν να ήταν υπηρέτρια. Της φερόταν πολύ άσχημα και επειδή η καημένη ήταν συνέχεια κουρασμένη και βρόμικη από τις στάχτες της κουζίνας τη φώναζαν Σταχτοπούτα. Μια μέρα ο βασιλιάς της χώρας αποφάσισε να διοργανώσει ένα μεγάλο χορό για να βρει γυναίκα ταιριαστή για το γιο του τον πρίγκιπα.
Μόλις άκουσαν τα νέα οι αδερφές τις Σταχτοπούτας άρχισαν αμέσως να ετοιμάζονται για το χορό. Η μητέρα τους πίστευε πως σίγουρα μια απο τις δύο τους θα γινόταν πριγκίπισσα. Η Σταχτοπούτα δούλεψε πολύ σκληρά για να ετοιμάσει τα φουστάνια τους και να τις κάνει όμορφες για το χορό. Κι όταν ρώτησε τη μητριά της αν μπορούσε να έρθει και αυτή μαζί τους, εκείνη όλο κακία γέλασε και είπε:
Είσαι πολύ άσχημη και πολύ βρόμικη για να σε πάρουμε μαζί μας Σταχτοπούτα. Θα μείνεις κλειδωμένη στην κουζίνα μέχρι να γυρίσουμε..
Η μητριά και οι κόρες της έφυγαν ντυμένες και στολισμένες για το χορό ενώ η Σταχτοπούτα γύρισε στην κουζίνα και έβαλε τα κλάματα.
«Αχ, να μπορούσα να πάω και εγώ στο χορό του πρίγκιπα!» Ξάφνου εκεί που έκλαιγε είδε ένα φως και μπροστά της παρουσιάστηκε μια όμορφη γυναίκα.
« Σταχτοπούτα είμαι η νονά σου και είμαι νεράιδα. Θα σε βοηθήσω εγώ να πάς στο χορό.» Βγήκαν μαζί στο κήπο και η νονά της άγγιξε με το μαγικό της ραβδάκι μια κολοκύθα ,που αμέσως μεταμορφώθηκε σε μια μεγάλη άμαξα. Κάτι ποντικάκια που έπαιζαν εκεί γύρω έγιναν όμορφα άλογα. Τέλος άγγιξε και τη Σταχτοπούτα με το ραβδί της. Έκπληκτη εκείνη κοιτάχτηκε και είδε πως φορούσε ένα χρυσό φόρεμα και δυο κρυστάλλινα γοβάκια! «Και τώρα είσαι έτοιμη για το χορό! Αλλά πρόσεξε! Πρέπει να φύγεις πριν από τα μεσάνυχτα γιατί τότε τα μάγια θα λυθούν. Η άμαξα θα γίνει ξανά κολοκύθα και τα ρούχα σου κουρέλια!» Η Σταχτοπούτα ευτυχισμένη που θα πήγαινε στο χορό ανέβηκε στην άμαξα και έφυγε αφού πρώτα ευχαρίστησε τη νονά της και της υποσχέθηκε πως θα γυρνούσε πριν από τα μεσάνυχτα. Όταν μπήκε στο παλάτι όλοι έμειναν άφωνοι από την ομορφιά της. Αναρωτιόταν ποιά ήταν η όμορφη νέα και από πού είχε έρθει. Η μητριά και οι κόρες της δεν την αναγνώρισαν και είχαν σκάσει από τη ζήλια τους!
Έβλεπαν πώς ο πρίγκιπας είχε μαγευτεί και όλο το βράδυ χόρευε μόνο μαζί της. Η Σταχτοπούτα ερωτεύτηκε αμέσως τον πρίγκιπα το ίδιο κι αυτός. Χόρευαν ευτυχισμένοι ώσπου ξαφνικά...Ντιν,Νταν! Το ρολόι του παλατιού σήμανε μεσάνυχτα! Η Σταχτοπούτα χωρίς να πει λέξη άρχισε να τρέχει για να φύγει πριν λυθούν τα μάγια και γίνει ξανά μια φτωχή κοπέλα. «Στάσου!» φώναξε ο πρίγκιπας μα δεν την πρόλαβε. Το μόνο που βρήκε ήταν το γοβάκι της που είχε πέσει στις σκάλες.
Η Σταχτοπούτα ίσα-ίσα πρόλαβε να μπει στην κουζίνα πριν φτάσουν οι αδερφές της και η μητριά της στο σπίτι.
«Μα ποια ήταν εκείνη η κοπέλα που μάγεψε τον πρίγκιπα κι εξαφανίστηκε; Άφησε πίσω μονάχα το γοβάκι της. Κι ο πρίγκιπας ορκίστηκε πως θα τη βρει και θα την παντρευτεί! Τι ατυχία!»
Η καρδιά της σταχτοπούτας χτύπησε δυνατά μόλις άκουσε αυτά τα λόγια και κοιμήθηκε ευτυχισμένη. Την επόμενη μέρα ο πρίγκιπας έστειλε έναν αυλικό να ψάξει σ όλο το βασίλειο και να του φέρει την κοπέλα που στο πόδι της θα ταίριαζε το κρυστάλλινο γοβάκι.
Με τα πολλά ο αυλικός του βασιλιά έφτασε και στο σπίτι της Σταχτοπούτας. Οι αδερφές της δοκίμασαν το γοβάκι αλλά τους ήταν πολύ μικρό. Η Σταχτοπούτα ήθελε και αυτή να το δοκιμάσει άλλα η μητριά της δεν την άφησε. «Τι δουλειά έχεις εσύ να ανακατεύεσαι με πρίγκιπες; Εσένα η δουλεία σου είναι στη κουζίνα» της είπε με κακία.
Ο αυλικός όμως αγνόησε τη κακία μητριά και έδωσε το γοβάκι στη σταχτοπούτα. Όταν είδαν πως της έκανε η μητριά και οι κόρές της πρασίνισαν από το κακό τους! Ο αυλικός πήγε αμέσως τη Σταχτοπούτα στο παλάτι και ο πρίγκιπας την αναγνώρισε. Οι δύο αδερφές και η μητριά της έσκασαν από το κακό τους και έφυγαν άρον άρον από το βασίλειο κι ούτε που ξανάκουσε ποτέ κανείς γι αυτές. Όσο για τη Σταχτοπούτα παντρεύτηκε τον πρίγκιπα και έμειναν στο παλάτι μαζί με τον πατέρα της που γύρισε επιτέλους απ’ το ταξίδι του.
Και έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα!!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου