Σε μια από τις ωραιότερες περιοχές των ανατολικών ακτών της Λέσβου, βρίσκεται το χωριό Πύργοι Θερμής, σε απόσταση 10 χιλιομέτρων βορειότερα από την πόλη της Μυτιλήνης. Μπροστά στην πανέμορφη αγκαλιά της νησιωτικής αυτής γης, ένας πανέμορφος κόσμος, γεμάτος με σπάνιες χάρες και εικόνες ιδανικές, ξεπροβάλλει μαζί με το φως του ήλιου, ζωγραφίζοντας με τα πιο φανταχτερά χρώματα τον ουρανό και τα σύννεφα, καθώς καθρεφτίζονται στα καταγάλανα νερά της θάλασσας του Αιγαίου. Αγκαλιάζουν στην απεραντοσύνη τους τούτη τη γη, σαν μια αρμονική συμφωνία που αποκαλύπτει τον παραδεισένιο και αγιασμένο τόπο της Θερμής, γαλήνιο, ήρεμο.
σ.α.

Σάββατο 14 Μαΐου 2022

«Το γκιρ-γκιρ…»

 


του Νίκου Λικαρδόπουλου

…Και οι γκιργκιράδες, όπως ονόμαζαν τους εαυτούς τους οι θαλασσοδαρμένοι ψαράδες, που αποτελούσαν το πλήρωμα στο μεγάλο μονοκάταρτο καΐκι, το γνωστό γρι-γρι, αλλά και στο μικρότερο βοηθητικό σκαρί, τη σαντάλα ή καϊκάκι, που συρόταν πάντα από πίσω του τραβώντας με τη σειρά της τις ξύλινες βάρκες με τις δυο μεγάλες λάμπες στην πρύμη τους η καθεμιά.
«Άγιος Ιωάννης» ήταν με τ’ όνομα το γρι-γρί, που θυμάμαι αραξοβολημένο στο μικρολίμανο του χωριού μου, ιδιοκτησίας τών αδελφών Ανδριώτη. Του Στέλιου, μηχανικού, του Νίκου, ψαροκαπετάνιου, και του καπετάν Χαρίλαου μέσα σ’ όλα ακόμα και στις οικονομικές δοσοληψίες με τους ψαρομανάβηδες της ιχθυόσκαλας.
Στο λιμανάκι της Θερμής, στη γραφική ταβέρνα του Μάρη, μαζεύονταν κατά τις τέσσερις το απόγευμα καθημερινά από τη Δευτέρα του Πάσχα μέχρι το τέλος Σεπτεμβρίου. Αλιεργάτες καλόκαρδοι, πάντα χαμογελαστοί, πειραχτήρια οι πιο πολλοί, αλλά με τον καλό το λόγο πάντα στα χείλη τους. Κάποιοι πιο γνωστοί με κάποιο άδολο παρατσούκλι, εξαιτίας κάποιου χαρακτηριστικού της συμπεριοφοράς τους ή κάποιας ιδιοτροπίας τους ή συνήθειάς τους. Ο Ηρακλής κι ο Παναγής «τα Καλαμάρια», ο Λευτέρης «η Γριά», ο Βαγγέλης «ο Μάμος», ο Κώστας «ο Μελένιος» αλλά και ο Αποστόλης ο Βέτσος, ο Χρήστος ο Μακρής, ο Θόδωρος ο Γιαβρίμης, ο Στέλιος ο Αψαθάς, ο Γρηγόρης ο Κνίκος, ο Παναγιώτης ο Κατσικογιάννης....... Να πιουν τον απογευματινό τους καφέ, όσο να μαζευτεί όλο το πλήρωμα. Επιβιβάζονταν ύστερα ο καθένας στο πόστο του και ο απόπλους ετοιμαζόταν.
Το καΐκι, δεμένο πρύμα-πλώρα στον ντόκο, αμόλαγε τους κάβους και αφηνόταν απαλά να γλιστρήσει στα ήρεμα νερά του λιμανιού έχοντας κολλημένη πάνω στο δεξί πλευρό του τη σαντάλα. Παραδίπλα, στις βάρκες με τις μεγάλες διπλές λάμπες, τα μονομελή πληρώματά τους, γνωστοί και σαν λαμπαδόροι, έλυναν από τις δέστρες και με τη βοήθεια των κουπιών τους έπλεαν προς την έξοδο του λιμανιού. Εκεί τις πλησίαζε ο «Άγιος Ιωάννης». Πεταγόταν σχοινί χοντρό από τη μια βάρκα στην άλλη, για να προσδεθούν μεταξύ τους και από την πλώρη της πρώτης-πρώτης προς το πρυμιό της σαντάλας, που τώρα ξεκολλούσε από τα πλευρά του καϊκιού και δεμένη από το πλωριό της γλιστρούσε πίσω του, για να σχηματιστεί μία σειρά, ενώ το καΐκι φουλάριζε σιγά-σιγά τις μηχανές του. Ιεροτελεστία ολόκληρη σαν απόγευμα «Ναυτικής Εβδομάδας» με τους στεριανούς, που κοντοστέκονταν από τη βόλτα τους, να θαυμάζουν τούτο το υπέροχο θέαμα.
- Άιντε, παιδιά, φώναζε ο καπετάν Χαρίλαος, μόλις τον ενημέρωναν, πως όλα ήταν έτοιμα. Άιντε με το καλό, και το καΐκι έπαιρνε ρότα προς το βορρά.
Η Ασπρόξερα και οι θαλάσσιες περιοχές πέρα από αυτήν, ίσαμε τη Σκάλα της Σκαμιάς, ήταν οι συνηθισμένοι ψαρότοποι, άμα ο καιρός ήταν καλός. Σαν φύσαγε βοριάς, άλλαζαν προορισμό, βάζοντας ρότα προς το νότο ανοιχτά από τις ακτές της Γέρας και του Πλωμαρίου. Σε μια απ’ αυτές σαν κατέπλεε το γρι-γρι, έκανε κράτει τις μηχανές, για να μποσκάρουν τα σχοινιά και να αμολάρουν την τελευταία βάρκα και πιο πέρα την προηγούμενη και μετά την πρώτη κι εκείνο φουντάριζε παραπέρα, μέχρι να ‘ρθει η ώρα για το καλάρισμα.
Λίγο προτού να σουρουπώσει για τα καλά, οι λαμπαδόροι ετοίμαζαν τις λάμπες πετρελαίου και αργότερα υγραερίου και μόλις σκοτείνιαζε τις άναβαν, ώστε στο έντονο φως τους, που απλωνόταν σε αρκετό πλάτος αλλά και σε βάθος της θάλασσας, να μαζέψουν την πολυπόθητη ψαριά. Κάποιο καυτερό (εργαλείο ψαρέματος καλαμαριών) στα χέρια τους βυθιζόταν στο φωτισμένο νερό, μπας και αρπάξουν και κάνα καλαμάρι και περάσει και η ώρα τους. Το ίδιο έκαναν τις περισσότερες φορές και αρκετοί από τα μέλη της σαντάλας και του καϊκιού ακουμπισμένοι στην αλμυρονοτισμένη κουπαστή, ενώ άλλοι προτιμούσαν να πάρουν έναν σύντομο υπνάκο πάνω στα μαλακά δίχτυα ή στις ξύλινες κουκέτες του αμπαριού νανουρισμένοι από το ρυθμικό λίκνισμα του καϊκιού πάνω στον απαλό κυματισμό της βραδινής τραμουντάνας.
Κατά τις δύο μετά τα μεσάνυχτα, ύστερα από την καταφατική απάντηση του ξάγρυπνου λαμπαδόρου στην ερώτηση του καπετάνιου, αν βλέπει φυσαλίδες να ανεβαίνουν από το βυθό, ξεκινούσαν οι συντονισμένες διαδικασίες για το καλάρισμα. Οι λαμπαδόροι, λάμνοντας απαλά, πλησίαζαν τις φωτισμένες βάρκες τους τη μία κοντά στην άλλη κι έσβηναν τις λάμπες τους εξόν από τη μία, που μάζευε πια όλη την ψαριά. Το καΐκι πλησίαζε τη φωτισμένη βάρκα, έδινε την άκρη του διχτυού στη σαντάλα, που έσερνε πίσω του, και, απελευθερώνοντάς την, έπλεε αργά αφήνοντας συνεχώς δίχτυ και ξετυλίγοντας μαζί συρματόσχοινο περικυκλώνοντας τη φωτισμένη βάρκα. Ο βαρκάρης κωπηλατώντας ελαφρά έβγαινε από τον κύκλο του διχτυού, που ξεχώριζε μέσα στη φωτισμένη υγρή επιφάνεια από τα επιπλέοντα φελάρια. Το καΐκι έκλεινε το κυκλικό ρίξιμο του διχτυού και πλησίαζε τη σαντάλα. Αμέσως άρχιζε το βιράρισμα με τη βοήθεια της μαγγάνας και η σπαρταριστή ψαριά όλο και ανέβαινε στην επιφάνεια αφρίζοντας και παρέχοντας ένα υπέροχο θέαμα. Έβραζε η θάλασσα μέσα στον κύκλο του διχτυού και τα ψάρια σπαρταρούσαν σ’ έναν τρελό χορό. Γρήγορα έπεφταν οι κοφίνες μες στη σπαρταριστή μάζα. Γέμιζαν, τραβιόνταν πάνω από τα σχοινιά τους και άδειαζαν σε ξύλινα τελάρα, που σκεπάζονταν με τριμμένο πάγο και στοιβάζονταν από τη μια και την άλλη στην κουβέρτα του καϊκιού.
Κάποιες ενέργειες ακόμα για να ολοκληρωθεί το καθάρισμα και αμέσως σαντάλα και βάρκες ξαναδένονταν στη σειρά για τη θριαμβευτική επιστροφή. Με το πρώτο φως της ημέρας έπρεπε να καταπλεύσουν στην ιχθυόσκαλα, για να ξεφορτώσουν και να μετατρέψουν την καλάδα σε χρήμα, αμοιβή για το νυχτοκάματό τους.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου