Σε μια από τις ωραιότερες περιοχές των ανατολικών ακτών της Λέσβου, βρίσκεται το χωριό Πύργοι Θερμής, σε απόσταση 10 χιλιομέτρων βορειότερα από την πόλη της Μυτιλήνης. Μπροστά στην πανέμορφη αγκαλιά της νησιωτικής αυτής γης, ένας πανέμορφος κόσμος, γεμάτος με σπάνιες χάρες και εικόνες ιδανικές, ξεπροβάλλει μαζί με το φως του ήλιου, ζωγραφίζοντας με τα πιο φανταχτερά χρώματα τον ουρανό και τα σύννεφα, καθώς καθρεφτίζονται στα καταγάλανα νερά της θάλασσας του Αιγαίου. Αγκαλιάζουν στην απεραντοσύνη τους τούτη τη γη, σαν μια αρμονική συμφωνία που αποκαλύπτει τον παραδεισένιο και αγιασμένο τόπο της Θερμής, γαλήνιο, ήρεμο.
σ.α.

Κυριακή 1 Νοεμβρίου 2009

Πριν 5.000 χρόνια...

Πύργοι Θερμής ΛΕΣΒΟΣ
Στους προϊστορικούς χρόνους, πριν από 5.000 και πλέον χρόνια, ήρθαν σε τούτον εδώ τον παραδεισένιο τόπο της Θερμής πρωτόγονοι άνθρωποι, που ολομόναχοι σαν εξόριστοι από τον πραγματικό Παράδεισο, πρωτοεγκαταστάθηκαν σ’ αυτή τη γη. Σε μια εποχή που όλα εδώ, ήταν απάτητα, παρθένα καί φυσικά. Ήταν εκείνοι οι άνθρωποι που πρώτοι έδωσαν σημασία σε τούτα τα μέρη, καθώς έμοιαζε με παράξενο όνειρο το πώς βρέθηκαν καί πρωτοκατοίκησαν σ’ αυτά τα χώματα...
 Πλάϊ στα ήσυχα βουνά, κοντά στην ήμερη θάλασσα, η ίδια τούτη γη θα τους φιλοξενούσε στην υπόλοιπη ζωή τους καθώς καί τους απογόνους τους. Ποιος ξέρει τι είδους άνθρωποι να ήταν όλοι αυτοί καί τι συγκυρίες τους έφεραν σ’ αυτά τα έρημα ακρογιάλια που μόνο θαλασσοπούλια και ζώα ζούσαν. Οι αρχαίοι τούτοι άνθρωποι σιγά–σιγά θα ορίζανε τους κάμπους, τα χωράφια, τα βοσκοτόπια, τη θάλασσα, τις οικογένειές τους. Όλα μαζί έγιναν η ζωή τους. Κάθε τι είχε τη δική του ξεχωριστή σημασία που ενίσχυε την αγάπη τους για ότι τους περιέβαλε. Αγαπούσαν τη γη που τους έθρεφε, με τους καρπούς της, τα δέντρα, τα ζώα, που ποτίζονταν από τα άφθονα νερά.
Άρχισαν έτσι να χτίζουν τον μικρό πρωτόγονο οικισμό τους, δίπλα στην ακροθαλασσιά που τόσο αγάπησαν. Εκτός από τη θάλασσα, υπήρχαν πλησίον τους και οι πηγές, που έβγαζαν από τη γη θερμά ιαματικά νερά καί τους έκαναν καλό στην υγεία τους. Θεωρούσαν ιδανικό αυτό τον τόπο, που τον επέλεξαν για τις δυνατότητες που τους προσέφερε ώστε να ικανοποιούνται οι βιοποριστικές τους ανάγκες. Χτίζουν τα σπίτια τους πετρόχτιστα, με χαλικόστρωτα δάπεδα, δρόμους λιθόστρωτους, έχοντας μεταγενέστερα ακόμα καί νησίδες, δημόσια χτιστά πηγάδια, βαθιά μεγάλα πιθάρια στερεωμένα στο έδαφος για να τοποθετούν τα αγαθά που τους ήταν απαραίτητα καθώς καί ένα τείχος για την οχύρωσή τους.
Στην στερημένη αυτή πρωτόγονη ζωή, τα αγαθά που με τους κόπους τους εύρισκαν, είχαν μεγαλύτερη αξία. Με πρόχειρα ντυσίματα, απεριποίητοι, χωρίς πλούτη καί πολυτέλειες, δεν είχαν τίποτα που να τους έκανε υπερήφανους καί εγωϊστές. Ζούσαν μονάχα με τα όνειρά τους για μια καλύτερη ζωή, στον ολόδικο τόπο τους. Έτσι απλοϊκοί ήταν οι πρωτόγονοι τούτοι άνθρωποι. Άνθρωποι καί αυτοί του Θεού. Ψαράδες, αγρότες, τσομπάνηδες, αγράμματοι, συναναστρέφονταν μεταξύ τους, αναπτύσσοντας φιλίες, σχέσεις, αγάπη, συνεργασία καί όταν κάκιωναν τους ένωναν οι απειλές αλλόφυλων, ξένων προς αυτούς ανθρώπους, που είχαν αρχίσει να τους προσεγγίζουν απειλητικά. Όταν ειρήνευαν πάλι, μετρούσαν τις πληγές τους και σιγά-σιγά η ζωή τους ξανάβρισκε τους ρυθμούς της. Χαιρόντουσαν τη γη τους, τα χρώματα και τις χάρες της, που άλλαζαν κάθε εποχή στολίζοντας τον τόπο τους, καθώς όλα παρέμεναν αδιάψευστοι μάρτυρες, από τα πολύ παλιά χρόνια, των όσων διαδραματίστηκαν ανά τους αιώνες. Οι θάλασσες, οι αγέρηδες, ο ήλιος, οι μέρες καί οι νύχτες, αιώνες ολόκληροι, αχώριστοι σύντροφοί τους. Καθισμένοι γύρω απ’ την φωτιά ξεκουράζονταν στο ακρογιάλι, παλικάρια, κοπέλες, παιδιά καί γεροντότεροι, χαρούμενοι για τα αγαθά που είχαν καί τους αρκούσαν για να ζουν αρμονικά. Εξιστορούσαν ιστορίες για τους ακόμα πιο αρχαίους προγόνους τους, τα κατορθώματα καί τις εμπειρίες τους. Ότι καινούργιο ερχόταν στη ζωή τους, τους γέμιζε με χαρά. Από το κλάμα ενός νεογέννητου μωρού, μέχρι οποιαδήποτε καινούργια εφεύρεσή τους, που θα διευκόλυνε τη ζωή τους. Ύστερα τους αποκοίμιζε ο θόρυβος της θάλασσας. Αυτήν αφουγκράζονταν μέρα καί νύχτα. Ακούγανε τους ήχους της, να γίνονται ένα με τους χτύπους της ζωής τους, το βουητό των κυμάτων, τις χειμωνιάτικες θαλασσορίες να ασπρολογούν από την έντασή τους, χτυπώντας αλύπητα τις στεριές. Τις θάλασσες τούτες, που όταν αγριεύανε δεν έμοιαζαν με την ειρηνική ζωή των φιλήσυχων τούτων ανθρώπων, γινόντουσαν όμως ένα με τη βιωτή τους.
Ένα κομμάτι θάλασσας καί μερικά χαμηλά βουνά χώριζαν την αρχαία Θερμή καί τα παράλια της Λέσβου από την φημισμένη Τροία, την ξακουστή πολιτεία! Οι τολμηρότεροι και πιο έμπειροι, ταξίδευαν στην Τροία και στην Ανατολή κάνοντας εμπόριο, ανταλλάσσοντας τα προϊόντα τους με ότι στερούνταν, και ύστερα επιστρέφοντας διηγιόντουσαν τις περιπλανήσεις τους. Το τι είδαν, που περιηγήθηκαν, προσπαθώντας να εφαρμόσουν και στην πολιτεία τους τις νέες ιδέες που αποκόμισαν. Οι άνθρωποι καταπιάνονταν και με την θάλασσα, ψαρεύοντας κυρίως με τα αγκίστρια, για να θρέψουν τις οικογένειές τους με τα πολλά ψάρια που είχαν οι γύρω ψαρότοποι. Άλλοι έκαναν τους αγρότες, καλλιεργώντας την παρθένα γη τους, με το κόπο του ιδρώτα τους. Ποιμαίνοντας τα ζώα που τους έδιναν το κρέας, το γάλα, το μαλλί τους, που τόσο απαραίτητα ήταν για τη ζωή τους. Οι πέτρες καί ύστερα τα μέταλλα, όπως ο χαλκός, ήταν οι ύλες με τις οποίες θα έφτιαχναν τα αναγκαία εργαλεία τους. Με αυτά καλλιεργούσαν την γη, σμίλευαν τα αντικείμενα που χρειαζόντουσαν για τις ανάγκες τους.
Θα έμεναν δέσμιοι εδώ δίπλα στην ακροθαλασσιά που τόσο αγάπησαν καί δεν την εγκατέλειψαν, τόσο αυτοί όσο καί οι απόγονοί τους, όσες φορές κι αν χρειάστηκε να ξαναοικοδομήσουν την πολιτεία τους μετά από καταστροφικές γι’ αυτούς επιθέσεις. Κάποιοι δεν τους άφηναν να ζήσουν ήσυχοι. Ίσως να ζήλευαν την πρόοδό τους. Έξι φορές, σε διαφορετικές εποχές της αρχαιότητας, χρειάστηκε να εγκαταλείψουν την πολιτεία τους, και ύστερα όταν πάλι ησύχαζαν οι πολέμιοί τους, ξανάχτιζαν τα σπίτια τους. Κάποιες περιόδους, πολλοί κατοικούντες τον τόπο αυτόν, αναγκάσθηκαν να μετοικήσουν για την ασφάλειά τους στο εσωτερικό του νησιού καί η περιοχή έμεινε ακατοίκητη για κάποιο χρονικό διάστημα. Οι καταστροφές όμως, δεν ερήμωσαν για πάντα τον τόπο τους, αλλά η ζωή ξεκινούσε ξανά από την αρχή. Πάνω στα ερείπια της προηγούμενης πολιτείας τους, έχτιζαν την καινούργια. Σπιθαμή παραπλεύρως. Σαν να είχαν πεισμώσει να μην εγκαταλείψουν τα μέρη τους. Δεν ήθελαν να αποχωριστούν τον τόπο τούτο. Φαίνεται πως είχαν κάτι το σπάνιο, το ασυνήθιστο, τα χώματα ετούτα, γιατί οι αρχαίοι αυτοί άνθρωποι δεν τα εγκατέλειπαν, αν καί ήρθαν πάμπολλες δυσκολίες στο διάβα των αιώνων. Η γη αυτή γεννούσε μέχρι σήμερα ανθρώπους, που τους άρεσε να ζούν εδώ που θα ετοίμαζαν τον πολιτισμό τους, για τον οποίο όλοι σήμερα μένουν έκθαμβοι από την αξιόλογη εφευρετικότητα των ευρημάτων της αρχαίας Θερμής. Ένας πολιτισμός αρχαίος, που άρχισε να δημιουργείται σε δύσκολους καιρούς, όπου όλα έπρεπε να ανακαλυφθούν καί να εφευρεθούν από την αρχή.
Η αρχαία ζωή, που τα μυστικά της εξερευνούνται κατά καιρούς από τους ειδικούς της αρχαιολογίας, αναδεικνύοντας τις μοναδικές εμπειρίες των αρχαίων χρόνων. Σε μια παράξενη και μοναδική ιστορία, που σαν ένα ονειρικό παραμύθι αποκοιμίζει τη θάλασσα που ξεκουράζεται ήρεμη μέχρι να την συνεπάρουν οι αγέρηδες, τα βουνά που αμίλητα ορθώνονται σαν πελώρια φρούρια κάτω απ’ τα σύννεφα, σκιάζοντας τα ερειπωμένα μισοθαμένα στη γη σπίτια που άφησαν οι παλιοί καιροί, με τα ευρήματα τους πραγματικά στολίδια, αξίες ανεκτίμητες, να προσδίδουν μια ξεχωριστή σημασία σ’ αυτούς τους αφανείς προκατόχους των μακρινών εποχών. Σ’ έναν τόπο που άκμασε ένας λαός, ειρηνικός, φιλοπρόοδος, εφευρετικός, ο οποίος δεν έχασε την απλοϊκότητά του, κατορθώνοντας να δημιουργήσει ένα από τα πρωϊμότερα αστικά κέντρα στη Μεσόγειο, έχοντας στενές σχέσεις με τον πολιτισμό της Τροίας, που υπήρξε υπόδειγμα καί επίκεντρο της επιρροής του. Το 1200π.Χ. λόγω μεγάλης πυρκαγιάς τελειώνει η ιστορία της αρχαίας Θερμής. Το τέλος αυτό ταυτίζεται χρονολογικά με τον Τρωϊκό πόλεμο, που όπως θρυλείται, ο Αχιλλέας είχε την Θερμή ως ορμητήριο απ’ όπου εφορμούσε προς την Τροία και ίσως θέλησε να εξουδετερώσει οποιαδήποτε αντίσταση πιθανόν συμμάχων των Τρώων.
Αυτοί πάντως οι παλιοί αυτόχθονες πληθυσμοί έζησαν κατόπιν με τους Έλληνες Αιολείς, που ήρθαν στο νησί στα τέλη της 2ης προ Χριστού χιλιετίας, δίνοντας την ελληνική γλώσσα που ομιλείται μέχρι σήμερα, θέτοντας και την σφραγίδα του πολιτισμού τους, ο οποίος συγχωνεύτηκε και αξιοποίησε τις πανάρχαιες παραδόσεις και συνήθειες των παλιών κατοίκων της περιοχής.
Στρατής Ανδριώτης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου