Ξεκινώ
να πάω τα παιδιά στο σχολείο. Η κυρά
Νίκη πρωί πρωί, παρά το γήρας της, πλένει και καθαρίζει την αυλή της
γειτόνισσάς της που πριν λίγο καιρό έφυγε νέα από τη ζωή. Περιποιείται τα λουλούδια,
τις γλάστρες, τακτοποιεί το σπίτι, γιατί αγαπά με την καρδιά της, νοιάζεται και
αισθάνεται τον πόνο των συνανθρώπων της. Γιατί, έτσι έμαθε να ζεί!!! Στο δρόμο,
ένας ηλικιωμένος Κύριος, που δεν ξέρω το όνομά του, κάνει περπάτημα και
ταυτόχρονα μαζεύει τα σκουπίδια που πέταξαν εδώ και ΄κει οι «πολιτισμένοι»….
Ο
παιδικός φίλος, στην πλατεία του χωριού και στην αυλή του Ναού, φροντίζει τους
κήπους και ποτίζει τα λουλούδια. Προσφέρει ανιδιοτελώς γιατί του αρέσει να
είναι όμορφος ο κόσμος που ζεί!!! Επισκέπτεται σπίτια μοναχικών ανθρώπων,
ψέλνει, μοιράζει αντίδωρα, άρτους, αγιασμό, Σταυρολούλουδα. Έτσι, γιατί
αγαπά!!! Στο Κοιμητήριο ανάβει κεριά στους τάφους για τους ανθρώπους που έφυγαν,
και αφήνει από λίγα λουλούδια για κάθε ψυχή….
Ένα
νεαρό παλικάρι, φεύγει για τη δουλειά. Παντρεύτηκε μικρός, έφτιαξε οικογένεια,
παιδάκια και κάνει δύο δουλειές για να τα φέρει βόλτα. Εργάζεται τίμια,
φιλότιμα, ευσυνείδητα, εκτιμά, για να εξασφαλίζει τα απαραίτητα της ζωής, ώστε
να βλέπει χαρούμενα τα παιδιά και τη γυναίκα του, να μην τους λείπει τίποτα!
Δεν του αρέσουν τα ξενύχτια, τα άσκοπα, τα μάταια, τα ανωφελή. Θέλει να ζει
ανθρώπινα, εν Χριστώ!!! Τέτοιους νέους χρειάζεται η κοινωνία. Με ήθος, αξίες,
αρχές και στόχους στη ζωή τους, που προσπαθούν
να εκπληρώσουν τα όνειρά τους, παρόλες τις διαμορφούμενες αρνητικές συνθήκες,
κρατικές, κοινωνικές, οικονομικές, που είναι απαξιωτικά ενάντιες σε κάθε νέο που θέλει να δημιουργηθεί….
Πιο πέρα, δύο ενάρετοι γέροι ξεχορταριάζουν την αυλή του Αγίου Θεοδώρου,
φτιάχνουν τα παρτέρια, φυτεύουν τριανταφυλλιές και λεμονόδεντρα. Η κυρά Νίτσα
ράβει κουρτίνες και ποδιές για την Αγία Τράπεζα και τις εικόνες, για να ‘ναι
όμορφο το ξωκλήσι σα να πανηγυρίζει κάθε μέρα…. Έτσι, γιατί αγαπούν την
Εκκλησία. Πιστεύουν ότι πιστεύει κι΄ αυτή!
Φεύγω
και ‘γω για τη δουλειά. Σταματώ στο ξωκλήσι του Άη Γιάννη του Προδρόμου να ανάψω
ένα κεράκι για τον κόσμο. Η υπέργηρη γιαγιά Δήμητρα ανάβει τα καντήλια. «Ποιος
είναι;» αναφωνεί! Ασπάζομαι τις εικόνες. Την αγκαλιάζω και την φιλώ! Της λέω
ποιος είμαι. Με θυμάται! Είμαι καρδιακός φίλος του εγγονού της. Με σφίγγει
δακρυσμένη…. Είναι 98 ετών! Μόλις που βλέπει. Κάθε πρωί, μόλις ξυπνήσει, βγαίνει με το Πί και σκουπίζει την αυλίτσα της,
περιποιείται και ποτίζει τα λουλούδια της. Όλα μέσα στο σπίτι της είναι
νοικοκυρεμένα. Αρχοντιά παντού στο φτωχικό της! Γυναίκα από τις παλιές!
Ακούραστη καρδιά, γενναία ψυχή…
Η μέρα
κύλησε…. Συναντώ τον 95χρονο κυρ Παναγιώτη. Χαίρεσαι να συνομιλείς μαζί του. Τον
διακρίνει η αγάπη για τον άνθρωπο, την
κοινωνία, τον Θεό. Είναι αγαπητός στον κόσμο. Έρχεται από την Αθήνα γιατί δεν
ξεχνά ποτέ το χωριό που γεννήθηκε, που περπάτησε, που έπαιξε, που μεγάλωσε. Θέλει
να βλέπει καλούς ανθρώπους, να ανταμώνει με τους υπέροχους φίλους του….
Στον
καφενέ οι «ξύπνιοι» ρωτάνε τον μπάρμπα Δημητράκη: «γιατί πας στην Εκκλησία;»,
«Για να σωθώ» τους απαντά… Ο μπάρμπα Παναγιώτης το Παταρόνι, αφήνει μισάνοιχτη
την πόρτα του σπιτιού. Είναι το σημάδι ότι γύρισε από τον καφενέ. Το παιδί της
γειτόνισσας, του πηγαίνει ένα πιάτο ζεστό φαί για να φάει, ανταποδίδοντας με
ευχές μέσα από την καρδιά του!.... Στο γειτονικό σπίτι έχουν γάμο. Η γιαγιά
τραγουδά συγκινημένη στη νύφη εγγονή της, να έχει «χρόνια ευτυχισμένα…»… Ο
μπάρμπα Στέλιος, την ώρα που ξεψυχάει, ακούει Αγγέλους να ψέλνουν «Την
Τιμιωτέρα των Χερουβίμ…». Κατέβηκε η Παναγία, συνοδεία Αγγέλων να πάρουν τη
ψυχή ενός αγνού, ταπεινού, ενάρετου ανθρώπου!... Το χτύπημα της καμπάνας για
τον Εσπερινό, βρίσκει τον παππού Βασίλη ακόμα στο χωράφι. Γονατίζει από
ευλάβεια, πίστη, σεβασμό, καλοσύνη, αγάπη…. «Έθου σκότος και εγένετο νύξ….»…. Ο
σπλαχνικός γείτονας, αφήνει κρυφά, είδη πρώτης ανάγκης στα σκαλιά μιας φτωχής
οικογένειας που τα χρειάζεται και φεύγει βιαστικά να μην το δει κανείς….
Όσο
υπάρχουν τέτοιοι σπάνιοι άνθρωποι ανάμεσά μας, υπάρχει ελπίδα. Αυτοί οι
ταπεινοί και ανυπόκριτοι άνθρωποι, αποτελούν την παρηγοριά όλου του κόσμου. Υπάρχει
όμως, και ο άλλος κόσμος της σύγχρονης, μοντέρνας εποχής των πολλών πειρασμών
και προκλήσεων… Η φίλη ρωτάει το πεντάχρονο παιδί. «Ταξιάρχη πού είναι η μαμά
σου;»…. «Ή θα κοιμάται, ή θα μιλάει στο τηλέφωνο» της απαντά…. Τρία κορίτσια
σουλατσάρουν στο δρόμο, ντυμένα… κάπως. Χωρίς σωφροσύνη και αιδώ. Οι βωμολοχίες
και οι βρισιές που βγαίνουν από το στόμα τους σε κάνουν να ντρέπεσαι…. Το
παλικάρι πανηγυρίζει που η ομάδα έβαλε γκολ, προσπαθώντας έτσι να γεμίσει τα
κενά του και σήμερα…. Νέοι που βαριούνται να δουλέψουν, νέες που δεν θέλουν να
κάνουν τίποτα, ξεγελούν τον εαυτό τους ότι κάνουν τη ζωή τους…. Αμορφωσιά,
αδιαντροπιά, έλλειψη σεβασμού, απροθυμία να βοηθήσει, να εξυπηρετήσει ο ένας τον
άλλον. Αδιάφοροι γονείς, επαναπαυμένοι σε μάταια και ψευδή. 40.000 παιδιά
λιγότερα στα σχολεία, που ολοένα κλείνουν. Τα διαζύγια περισσότερα από τους
γάμους, λόγω της αδυναμίας των ανθρώπων να αγαπήσουν. Γυναίκες και άνδρες
αλλοτριωμένοι, παρασυρμένοι σε απαξίες. Άνθρωποι
με λάθος νοήματα ζωής... Φταίμε όλοι….
Στρατής
Ανδριώτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου