Σε μια από τις ωραιότερες περιοχές των ανατολικών ακτών της Λέσβου, βρίσκεται το χωριό Πύργοι Θερμής, σε απόσταση 10 χιλιομέτρων βορειότερα από την πόλη της Μυτιλήνης. Μπροστά στην πανέμορφη αγκαλιά της νησιωτικής αυτής γης, ένας πανέμορφος κόσμος, γεμάτος με σπάνιες χάρες και εικόνες ιδανικές, ξεπροβάλλει μαζί με το φως του ήλιου, ζωγραφίζοντας με τα πιο φανταχτερά χρώματα τον ουρανό και τα σύννεφα, καθώς καθρεφτίζονται στα καταγάλανα νερά της θάλασσας του Αιγαίου. Αγκαλιάζουν στην απεραντοσύνη τους τούτη τη γη, σαν μια αρμονική συμφωνία που αποκαλύπτει τον παραδεισένιο και αγιασμένο τόπο της Θερμής, γαλήνιο, ήρεμο.
σ.α.

Κυριακή 17 Μαΐου 2009

Παιδικές αναμνήσεις


Πύργοι Θερμής ΛΕΣΒΟΣ
…Θυμάμαι, τότε που ήμασταν παιδιά.
Η δεκαετία του ’70 ήταν μία διαφορετική εποχή για εμάς τα παιδιά τότε. Ήμασταν μία ακόμα γενιά που μεγάλωνε μέσα σε αλλιώτικες συνθήκες. Ακόμα και οι λιγοστές ανέσεις που προσφερόταν στη ζωή μας ήταν πολυτέλεια σε σχέση με αυτά που είχαν ζήσει στο παρελθόν οι γονείς μας, αλλά συνάμα ήταν καί φαινομενικά υποδεέστερες συγκρινόμενες με την εξέλιξη, την ανάπτυξη καί τους ρυθμούς του σήμερα...



Στην παιδική μας ηλικία, ο μικρός κόσμος που γνωρίσαμε ήταν όλος δικός μας. Ήταν τότε που μεγαλώναμε χωρίς να ήμαστε κακομαθημένοι αλλά ούτε και «καλομαθημένοι», συνειδητοποιώντας καθημερινά ότι το γέλιο καί το κλάμα συνυπάρχουν και κάνουν καλό στη ζωή. Από μικροί μαθαίναμε να χαιρετάμε όποιον συναντούσαμε στο δρόμο καθώς καί να βοηθάμε τον πλησίον χωρίς κανένα φόβο ότι κινδυνεύουμε. Ακούγαμε τους μεγάλους, τους σεβόμασταν καί τους αγαπούσαμε. Μαθαίναμε ωφέλιμες ιστορίες καί παραμύθια που τα θυμόμασταν.
Πρωτεύον στη ζωή μας ήταν το παιχνίδι, χωρίς να υπάρχουν ραντεβού ή συνεννοήσεις από πρίν. Μία βόλτα έξω απ’ τις αυλές με το ποδήλατο ήταν το συνθηματικό ότι αρχίζει το παιχνίδι. Χωρίς κινητά καί αναπάντητες. Έχοντας απεριόριστο ελεύθερο χρόνο, παίζαμε πόλεμο ατέλειωτες ώρες κρυμμένοι στις λακκούβες μέσα στις λυγαριές καί στα νερά, κάναμε φρούρια με μπάλες από άχυρα καί ταμπουρωνόμασταν στα γιάργια αναπαριστώντας τους ήρωες, ή περιπολούσαμε μέσα στα σοκάκια φτιάχνοντας αυτοσχέδια όπλα, τόξα, βέλη, σφεντόνες, ακόντια, ρόπαλα κ.α. Στήναμε στο χώμα στρατιωτάκια, καουμπόηδες, ινδιάνους καί δίναμε μάχες. Παίζαμε κρυφτό καί κανείς δεν μας έβρισκε. Τρέχαμε μέσα στη βροχή καί στις λάσπες χωρίς να μας δέρνουν οι μάνες μας. Βρίσκαμε σανίδες καί πάνω τους πλέαμε μέσα στα γκιόλια. Χορταίναμε να κλωτσάμε μπάλα στο αλάνι, πάνω στο φυσικό του χορταράκι, με τον φόβο μην πέσει η μπάλα σε καμιά αυλή καί παρακρατηθεί, ή να μην την χτυπήσουμε δυνατά πάνω σε ξένο τοίχο καί μας μαλώσουν. Φτιάχναμε ξύλινα δοκάρια, με χιλιομπαλωμένα δίχτυα, που τα καμαρώναμε μέχρι να μαδήσουν από τα πρώτα σουτ. Δεν ξέραμε όλοι να δένουμε τα κορδόνια μας, μαθαίναμε όμως εύκολα μπάσκετ έχοντας για καλάθι μία παλιά ρόδα ποδηλάτου με γκιργκιρίσιο διχτάκι καί για ταμπλό σανίδες καρφωμένες με παλιόπροκες. Νικούσαμε πάντα τους παραθεριστές γιατί ήμασταν δυνατοί καί πιο ψημένοι απ’ τα παιδιά των πόλεων. Φτιάχναμε κύκλους στο χώμα καί παίζαμε καρύδια σημαδεύοντας με την κόζα να βγάλουμε έξω απ’ τον κύκλο τα υπόλοιπα καρύδια, ακόμα καί τα κούφια. Παίζαμε κυνηγητό, αμπάριζα, μπαλαρόνια, μακριά γαδούρα με τους πιο γεροδεμένους ν’ αντέχουν στα ζόρια. Ρίχναμε μπίλιες, σβούρα, φουρλί, γυρίζοντας ρυθμικά καί πηδώντας επιδέξια το σκοινάκι, ή παίζαμε βεζίρη μ’ ένα κόκαλο ζώου, προσπαθώντας να φέρουμε βασιλιά καί όχι γάδαρο ή κούπα, ώστε ν’ αποφύγουμε τις ξυλιές με την βέργα, τις μελιτζανάτες-σιγανές ή τις ξιδάτες-δυνατές. Φτιάχναμε μόνοι μας χαρταετούς με ουρά από σακούλες καί τους πετούσαμε στα ουράνια. Χωριζόμασταν σε δύο ομάδες τραβώντας αντίθετα με όση δύναμη είχαμε ένα σχοινί, ποιοι θα σύρουν τους άλλους προς το μέρος τους ρίχνοντάς τους κάτω. Κόβαμε καλάμια καί τα καβαλούσαμε παριστάνοντας τους αλογάδες. Παίζαμε κουτσό, νινί ή μεγάλο, χαράσσοντας με τα τσαμάδια το τσιμέντο, χοροπηδώντας περίτεχνα μ’ ένα πόδι, προσέχοντας μην πατήσουμε τις γραμμές. Όσες φορές καί αν χτυπούσαμε πέφτοντας δεν παθαίναμε τίποτα αν καί στην χειρότερη περίπτωση για γδαρμένα γόνατα καί αγκώνες, το μόνο φάρμακο που μας έπιανε ήταν το ιώδιο. Φοβόμασταν μόνο τον Μπαμπάμ-Φωτή και διαδκεδάζαμε με τον Τραντάφλο καί τ’ Αριστέλ’ που μας πουλούσε φυστίκια. Σκαρφαλώναμε στα δέντρα, παριστάνοντας τους πιλότους των αεροπλάνων, φτιάχναμε αυτοσχέδια αραμπαδιά, κουβαλώντας ο ένας τον άλλον. Βρίσκαμε παλιές μεγάλες ρόδες καί τις τσουλούσαμε μ’ ένα ξύλο τρέχοντας στις κατηφόρες. Τρέχαμε αγώνες, πηδούσαμε στην άμμο, ένα στραβό καλάμι ήταν ο πήχης για τους άλτες, που ύστερα γινόταν το ακόντιο μέχρι να μαδήσει από τις ρήψεις. Με μία βολάδα διεξαγόταν η σφαιροβολία καί μ’ έναν σπάγκο γεμάτο κόμπους γινόταν οι μετρήσεις των ρεκόρ! Κολυμπούσαμε με τις ώρες καί παίζαμε άφοβα στον ήλιο, χωρίς αντηλιακό, κάνοντας βόλτες με βάρκες φελουκιά, που εξελισσόταν σε ναυμαχίες με καρπουζοφλάδες. Παίζαμε μπουγέλα, κάναμε πλάκες, γελούσαμε, τσακωνόμασταν καί ξαναγαπούσαμε. Ρίχναμε δίχτυα στην άμμο καί πιάναμε γουφάρια, ή στο λιμάνι κρυφά τη νύχτα πιάναμε κεφάλια, σπάρους καί σάλπες. Ψαρεύαμε με κύρτους ή κάνοντας μπασμό, με πετονιά, σαλαγκιά ή πολυάγκιστρο που φτιάχναμε μόνοι μας. Περνούσαμε τα ψάρια αρμαθιά καί καμαρώναμε. Βαρεμός ήταν άμα κρατούσαμε με τις ώρες τα δίχτυα για να ράβουν οι ψαράδες μεσ’ τον ήλιο, ή όταν ξετυλίγαμε με ανοιχτά χέρια τις θηλιές για να κάνουν κουβάρια κλωστές οι γυναίκες. Ψάχναμε για βατράχια στους χείμαρρους, ή αυγά περιστερίσια στις φωλιές, πιάναμε πουλιά με τις παγίδες καί ύστερα αφήναμε τα καημένα να φύγουν ελεύθερα κατατρομαγμένα. Αγαπούσαμε τα ζώα και χανόμασταν στα βουνά, μέσα στα λιοχώραφα. Βρίσκαμε απιδιές, κόβαμε σύκα, ορνιούς, μαζεύαμε καρύδια, τρώγαμε ρόδια, ανακαλύπταμε πορτοκαλιές, μουσμουλιές, αμπέλια, μποστάνια, σπούσαμε κουκτζέλες καί τρώγαμε κουκουνάρια, ανεβαίναμε στις τζιτζιφιές καί στις ιρικιές καί τρώγαμε μέχρι να πονέσει η κοιλιά μας. Όταν μας κέντρωναν σφίγγες βάζαμε επάνω στο τσίμπιμα γάλα απ’ τα συκόφυλα ή ντομάτα. Μαζεύαμε σαλιγκάρια πάνω απ’ τις πέτρες στην ακρογιαλιά, γνωρίζαμε να βγάζουμε ζόχους καί ραδίκια ή να κόβουμε σκόρδα απ’ το νησάκι. Κόβαμε ρίγανη καί φυτιλάκια. Ανιχνεύαμε την παραλία για να βρούμε τι είχε ξεβράσει η θάλασσα. Γράφαμε με το δάχτυλο στην άμμο. Ανοίγαμε με τα χέρια λακκούβες καί φτιάχναμε σπίτια μέχρι παλάτια καί φρούρια. Κάναμε κολοτούμπες στα φύκια. Ρίχναμε μικρά πλατιά βότσαλα στη θάλασσα που αναπηδούσαν στην επιφάνειά της κάνοντας όλο καί πιο πολλά ψωμάκια. Ενδιάμεσα του παιχνιδιού τρώγαμε το θεσπέσιο κολατσιό, ξεκουφαίνοντας την γωνίδα της φρατζόλας από την ψίχα καί γεμίζοντάς την με νόστιμη ντομάτα που μοσχοβολούσε με τυρί καί ελιές, γλύφοντας τα δάχτυλά μας. Μας άρεσαν όλα τα φαγητά. Πίναμε με το στόμα απ’ την ίδια βρύση χωρίς να φοβόμαστε τις ιώσεις. Φτιάχναμε σπηλιές καί καλύβια από καλάμια καί μέσα εκεί ζούσαμε την ανεξαρτησία μας. Σχεδιάζαμε τι θα κάνουμε άμα γίνουμε Πρόεδροι στο χωριό μας καί καταλήγαμε ότι θα μέναμε για πάντα εδώ στον τόπο μας που θα τον αγαπούσαμε. Δεν θα φεύγαμε ποτέ! Βλέπαμε τα Μικρασιατικά παράλιά μας, ξέραμε ποιών ήταν καί κάναμε σχέδια άμα μεγαλώσουμε να τα πάρουμε πίσω. Ήμασταν όλοι φίλοι, ακόμα καί όταν παρεξηγιόμασταν με παιδιαρίστικες αφορμές καί αθώα πείσματα. Άμα αγριεύανε τα πράγματα, το βάζαμε στα πόδια ξυπόλητοι, κυνηγημένοι από τους μεγάλους. Τα πόδια μας χτυπούσαν στα πισινά μας. Ακόμα καί στον ύπνο μας ξεσπούσαμε απ’ την τρομάρα. Άμα τρώγαμε καμιά στον ποπό, μανίζαμε καί τρυπώναμε κάτω απ’ τους καναπέδες μέχρι να μας περάσει. Ποδήλατα, κάτι απίθανες μάρκες, μας έπαιρναν όταν μεγαλώναμε λίγο καί μέχρι να μάθουμε το φρένο-κόντρα πέφταμε αδέξια στον ποταμό καμακίζοντας με τη μούρη. Άμα βρίσκαμε παρατημένο μηχανάκι, το βολτάραμε κρυφά για να μας φύγει η περιέργεια κάνοντας τους μάγκες. Κουρευόμασταν μπόλκα ή λούξ-κουτρούλη, φοβούμενοι τις ψείρες καί τη ζέστη. Παριστάναμε τους ωραίους για να μας βλέπουν τα κορίτσια που αγαπούσαμε αθώα. Βάζαμε στοιχήματα πως γίνονται τα μωρά. Κάναμε χουσμέτια, αγοράζοντας ψωμί καί άλλα ψώνια απ’ τα μπακάλικα γραμμένα στο χαρτάκι, βαστώντας σφιχτά τα λεφτά καί τα ρέστα για να μην τα χάσουμε. Πηγαίναμε στο φούρνο τα ταψιά με τα φουρνιστά και τα κουλούρια. Περνούσαμε απ’ τον καφενέ δήθεν ότι κάτι θέλαμε για να κεραστούμε λουκούμι ή μαστίχα γλυκό σε ποτήρι με δροσερό νεράκι. Κυριακή βράδυ, είχε βόλτα στο λιμάνι. Κόσμος αμέτρητος. Ένα καλαμάκι σουβλάκι με μια φετούλα ψωμί καρφωμένη με λίγες πατατούλες ήταν το ζητούμενο για μας τα παιδιά. Δεν ξέραμε από hamburger, coca, frappe… Σπάνια γυρεύαμε λεφτά, γιατί μας ενδιέφεραν σημαντικότερα πράγματα. Η ξεγνοιασιά μας! Άμα ντυνόμασταν επίσημα, μας έβαζαν παπγιόν. Απ’ την Εκκλησία δεν απουσιάζαμε ποτέ. Μαθαίναμε την Ορθόδοξη τάξη γιατί μας ωφελούσε στη ζωή μας! Τρυπώναμε στο ψαλτήρι ανάμεσα στους ψάλτες που μας πείραζαν με αγάπη. Φορέναμε καί βγαίναμε με το Σταυρό, τα εξαπτέρυγα, τα κεριά, το θυμιατό καί ας χρειαζόταν να στεκόμαστε ώρες πολλές γύρω απ’ τον Επιτάφιο ή να υπομένουμε νηστικοί μέχρι να κοινωνήσουμε. Ανάβαμε τα καντήλια στα ξωκλήσια καί θυμιάζαμε. Τη Λαμπρή φτιάχναμε μεγάλες κούνιες με μια γερή σανίδα δεμένη με σχοινιά σ’ ένα ψηλό δέντρο καί πετούσαμε απ’ τη χαρά μας κάνοντας «τα μεγάλα σας, τα μικρά σας καί τα κόκκινα τ’ αυγά σας». Οργανώναμε εκδρομές, φτιάχνοντας μισάλι με δυό-τρία κεφτεδάκια, ψωμί, τυρί καί πηγαίναμε εκδρομή στης Ολυμπιάδας την αυλή κάτω από ένα μεγάλο δέντρο καί το απολαμβάναμε. Στο σχολειό με τις μπλέ ποδιές μαθαίναμε γράμματα, ασχέτως αν άλλοι έγραφαν ορθογραφία χωρίς κανένα λάθος καί άλλοι, όλως τυχαίως, τους έβγαιναν όλα λάθος. Μαθαίναμε επίσης, τι θα πεί καθαριότητα, σεβασμός, πίστη, πατρίδα, ήθος, αν καί μερικές φορές αντιλαλούσε απ’ την χαρά μας όλο το χωριό όταν ο καημένος ο δάσκαλος αρρωστούσε καί δεν κάναμε σχολείο. Παιδεία που δίδασκε την εργατικότητα ήταν καί το να μαζεύουμε κουκιά, μέλι, μπαχτσαβανικά, μυρσινιές απ’ τα Μσούνια για τις επετείους καί όταν «το παιδί απαιτεί να το πάτε εκδρομή» αυτό περιλάμβανε καί καθαρισμό της παραλίας ή κάψιμο κλαδιών για να μην γίνουμε οκνοί. Δεν κάναμε ιδιαίτερα φροντιστήρια, βρίσκαμε όμως πάντα χρόνο να μελετήσουμε τα μαθήματα έστω καί νυσταγμένοι, για να μην πάμε απροετοίμαστοι στο σχολειό. Ήταν κανόνας να δείχνουμε κρυφά τα μαθήματα σε όσους ήταν αδιάβαστοι ή να κρύβουμε τις βίτσες για να μην δαρτούν οι άτακτοι. Όταν πρωτομάθαμε να γράφουμε, συντάσσαμε γράμματα καί τα πετούσαμε κρυφά σαν προκηρύξεις στις αυλές για να κάνουμε πλάκα. Λέγαμε ποιήματα, τραγουδούσαμε όλοι μαζί, ψέλναμε, παίζαμε εύθυμα σκετς φορώντας ψεύτικα μουστάκια, κρατώντας βαλιτσάκια, βάφοντας τις μούρες μας. Ξεκουφαίναμε μικρά καρπούζια, ανοίγοντας μάτια, μύτη, στόμα καί τοποθετούσαμε μέσα κερί, φτιάχνοντας φαναράκια για τη νύχτα. Γινόμασταν μουτσούνες καί δεν μας γνώριζε κανείς. Περιμέναμε τον Αη Βασίλη να μας φέρει φτωχά δώρα. Λέγαμε τα κάλαντα με την ψυχή μας. Ντυνόμασταν τσολιάδες καί τα κορίτσια βλαχοπούλες. Τηλεόραση βλέπαμε μόνο όταν έπαιζε Καραγκιόζη, Λάση, Παναθηναϊκό – Ολυμπιακό. Τ’ άλλα θεάματα τ’ αφήναμε για τους μεγάλους. Διαβάζαμε κινούμενα σχέδια, Μπλέκ, Όμπραξ, Ποπάϋ καί Μίκι Μάους. Ακούγαμε με αγωνία από ένα παλιό μπλέ ραδιόφωνο τα ματς, ξαπλωμένοι στο χορτάρι ή κολλημένοι στη γείωση κάποιου ρολογιού της ΔΕΗ για να πιάνει καλό σήμα. Δεν είχαμε play station, e-mail, chat room γιατί ήμασταν παιδιά που ψάχναμε το παιχνίδι! Φωνάζαμε ο ένας τον άλλο με το όνομά του καί όχι με λέξεις των 3α. Το πολύ-πολύ να φωναζόμασταν με παρατσούκλια φσςςς… κίν, σόλ μπαλίς χατζατζάρης, γκόγκος ασημάκης μπαρέκος, μάης, παγίδας, μπουμπούν, τσίκ, Στήβ, σπάγγος ντόϊνκ, όϋς, ξά, χί, αας-αας…
Όταν βράδιαζε, συμμαζευόμασταν στα σπίτια μας ξεθεωμένοι. Καμία παρατήρηση δεν μας γινόταν! Ήξεραν ότι τα ρούχα μας ήταν καθαρά από την απλώστρα ως την σιδερώστρα. Μ’ ένα κουβαδί ξεπλέναμε με λίγο νερό τα πόδια μας καί ίσα-ίσα προλαβαίναμε να πέσουμε για ύπνο, αλλού χέρι κι αλλού πόδι. Άλλες αντοχές δεν υπήρχαν. Όταν κοιμόμασταν δεν ζητούσαμε τίποτα. Ήμασταν ήσυχοι! Ονειρευόμασταν το αλάνι, τη θάλασσα, το παιχνίδι. Ώσπου θα ξυπνούσαμε μία μέρα καί θα ήμασταν μεγάλοι, ενήλικες που θ’ αναπολούσαμε την παιδική ζωή την ξέγνοιαστη και τις παλιές καλές εποχές!
Στρατής Ανδριώτης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου