Σε μια από τις ωραιότερες περιοχές των ανατολικών ακτών της Λέσβου, βρίσκεται το χωριό Πύργοι Θερμής, σε απόσταση 10 χιλιομέτρων βορειότερα από την πόλη της Μυτιλήνης. Μπροστά στην πανέμορφη αγκαλιά της νησιωτικής αυτής γης, ένας πανέμορφος κόσμος, γεμάτος με σπάνιες χάρες και εικόνες ιδανικές, ξεπροβάλλει μαζί με το φως του ήλιου, ζωγραφίζοντας με τα πιο φανταχτερά χρώματα τον ουρανό και τα σύννεφα, καθώς καθρεφτίζονται στα καταγάλανα νερά της θάλασσας του Αιγαίου. Αγκαλιάζουν στην απεραντοσύνη τους τούτη τη γη, σαν μια αρμονική συμφωνία που αποκαλύπτει τον παραδεισένιο και αγιασμένο τόπο της Θερμής, γαλήνιο, ήρεμο.
σ.α.

Σάββατο 23 Μαΐου 2009

ΔΗΜΗΤΡΑ - Η λαϊκή ποιήτρια



Η συμφορά της Μικρασιατικής καταστροφής του 1922, έφερε στους Πύργους Θερμής της Λέσβου, ανθρώπους πρόσφυγες κυρίως από το Αϊβαλί, διωγμένους από τους Τούρκους, οι οποίοι μέσα στην τραγικότητα της φτώχειας, της πείνας και της ανέχειας έπρεπε να βρούν το κουράγιο για να ξεκινήσουν μια καινούργια ζωή, ξεπερνώντας τις ταλαιπωρίες, τις πίκρες και τις στεναχώριες που υπέστησαν χάνοντας την πατρίδα, τους ανθρώπους και τα σπίτια τους... «Από το Αϊβαλί βρεθήκαμε, στη Λέσβο κάποια ημέρα,
 Εγκαταστάθηκαν αντίκρυ από την πολιτεία που ξεριζώθηκαν, καταδικασμένοι να την αγναντεύουν χωρίς να μπορούν να την χαρούν, αφού το μικρό πέλαγος που τους χώριζε ήταν τα διαχωριστικά σύνορα της ντροπής καί του μίσους γιατί μετά το πόλεμο οι πατρίδες τους είχαν τουρκέψει ξανά!

Ήταν Σεπτέμβρης του 1922 και η μικρή τότε Δήμητρα, που είχε γεννηθεί τέλη του 1919 και ζούσε με τους γονείς και τις δύο αδελφούλες της στο Αϊβαλί της Μικράς Ασίας, αναγκαζόντουσαν να φύγουν πρόσφυγες για το απέναντι νησί της Μυτιλήνης. Η είδηση της προδοσίας του Ελληνικού στρατού από τους ίδιους τους κυβερνώντες και η αποχώρηση από την Μικρά Ασία γέμισε απογοήτευση τον κόσμο που είχε πιστέψει ότι θα απελευθερωνόντουσαν από τους Τούρκους. Πριν προλάβουν να πάρουν το δρόμο της προσφυγιάς, ο πατέρας της Δήμητρας πιάστηκε αιχμάλωτος και οδηγήθηκε μαζί με άλλους 4000 Αϊβαλιώτες στα ενδότερα της Μικράς Ασίας όπου δολοφονήθηκε. Τα γυναικόπαιδα εγκλωβίστηκαν στο κατειλημμένο από τους Τούρκους Αϊβαλί. Μόλις βγήκε η προκήρυξη ότι μπορούν να φύγουν, έτρεξαν αλλόφρονες να μαζέψουν λίγα χρήσιμα πράγματα και να περάσουν τον έλεγχο πριν επιβιβασθούν προς την ελευθερία. Οι διωγμένοι άνθρωποι αγωνιούσαν για την σωτηρία τους. Η μικρή Δήμητρα μπήκε και αυτή στη σειρά για να περάσει τον έλεγχο μαζί με την μητέρα της Μαριάνθη και τις αδελφές της. Καθώς περνούσαν στριμωγμένοι, η Δήμητρα χάθηκε μέσα στο πλήθος και άρχισε να κλαίει. Τότε ένας Τούρκος φύλακας την λυπήθηκε, την σήκωσε και την έριξε στην αγκαλιά ενός νέου παλικαριού που ήταν στο όριο στράτευσης και θα συλλαμβανόταν, αλλά ρισκάριζε να περάσει. Μέσα στο συνωστισμό, ο νέος αυτός πέρασε και διέφυγε την σύλληψη σηκώνοντας στα χέρια του την μικρή Δήμητρα που τον έσωσε.
Στους Πύργους Θερμής, κατέφυγαν σ’ ένα μικρό φτωχικό πυργάκι κάτω από την εκκλησία της Παναγίας Τρουλωτής. Τον αβάσταχτο πόνο της προσφυγιάς, αποτύπωνε η μικρή Δήμητρα που μεγαλώνοντας και μαθαίνοντας τα πρώτα της γράμματα άρχισε να γράφει ποιήματα με γραφίδα βουτηγμένη στην πληγωμένη καρδιά της. Η προσφυγιά θα ήταν το πρώτο της θέμα:
τρία κορίτσια ορφανά, μικρά ταπεινωμένα.
Στην αγκαλιά της τη ζεστή, μας σφίγγει η Μανούλα,
και με θλιμμένη την καρδιά, γιατί ήταν προσφυγούλα.
Με δίχως σπίτι και λεπτά, και δίχως μαξιλάρι,
με τα παιδιά στην αγκαλιά, ήταν βαρύ γομάρι.
Είχαμε στην πατρίδα μας, σπιτάκι και γωνίτσα,
και έναν πατέρα που έτρεχε, την μέρα και την νύχτα.
Τον πήρανε αιχμάλωτο, οι Τούρκοι κάποια ημέρα,
και μείναμε πεντάρφανα, στους δρόμους πονεμένα.
Δεν έχασε η μανούλα μας, μονάχα τον πατέρα,
επιάσανε αιχμάλωτα, τα τρία της αδέλφια.
Κι οι τρείς τους ήταν άριστοι, γεροί ιεροψαλτάδες,
πασίγνωστοι στο Αϊβαλί, με τ’ όνομα Μπακλάδες.
Στα ράσα εντυθήκανε, μ’ ελπίδα να γλυτώσουν,
που να ’ξεραν οι άτυχοι, πως χάρο θ’ ανταμώσουν.
Χωρίς ελπίδα πια καμιά, εις την δουλειά εστρώθη,
γιατί είχε τρία ορφανά, ψωμάκι να τα δώσει.
Και με ελπίδα τον Θεό, που πάντα προσκαλούσε,
έτρεχε η άμοιρη, η φτωχή, και μας ζωογονούσε...».


Στη συνέχεια η Δήμητρα αναφέρεται στο διάστημα που εγκαταστάθηκαν στην πόλη της Μυτιλήνης καί οι συνθήκες επιβίωσης νόμιζαν ότι θα ήταν καλύτερες απ’ ότι στο χωριό:«…Στον Άγιο Θεράποντα, σ’ ένα μεγάλο σπίτι,
μένανε πολλοί πρόσφυγοι, και ’μείς σ’ ένα τσαντίρι.
Και με σβησμένη τη ματιά, επρόσμενε η φτωχούλα,
ν’ αδειάσει καμιά κάμαρη, να μπει η καημενούλα.
Μα να που μια φορά χαρά, επήρε η καημένη,
αδειάζει κάποια κάμαρη, και μπαίνει η τσακισμένη.
Όλη τη μέρα έπλενε, στα πλούσια τα σπίτια,
καί όταν εβράδιαζε καλά, έβαζε μαντίλα.
Και τυλιγότανε καλά, να μην την εγνωρίζουν.
καί έπαιρνε εμάς δίπλα της, για να την βοηθήσουν.
Με λίγα λόγια έγινε, ζητιάνα η καημένη,
την είχε δικάσει ο Κεμάλ, να ’ναι ταπεινωμένη.
Γι’ αυτό επήρα το χαρτί, και γράφω αυτόν τον πόνο,
γιατί τον έχω μέσα μου, ολημερίς το χρόνο…
…Και τώρα που μεγάλωσα, κι’ ασπρίσαν τα μαλλιά μου,
θαρρείς πως πιο πολύ πονώ, ματώνει η καρδιά μου.
Μέχρι που ζω και βρίσκομαι, στο ξένο αυτό το χώμα,
θα το ’χω το παράπονο, στα χείλη και στο στόμα.
Και με το νου θα βρίσκομαι, πάντα εις στ’ Αϊβαλί μας,
αυτό που δεν εγνώρισα, αλλά είναι η πατρίς μας…».


Ενδιάμεσα αναφέρεται με απλότητα στον αδικοχαμένο πατέρα της που ουσιαστικά δεν γνώρισε ποτέ, αλλά και με πολύ αγάπη γράφει για την μητέρα της που την μεγάλωσε, διαμορφώνοντας τον ενάρετο χαρακτήρα της:
«…Πήραν και τον πατέρα μου, που πριν καλά γνωρίσω,
και με θλιμμένη την καρδιά, το γράφω και δακρύζω.
Στ’ αλήθεια είναι πολύ πικρό, να μην θωρείς πατέρα,
ούτε στο άψυχο χαρτί, ούτε μια καλημέρα…
Πατέρα δεν γνωρίσαμε, μα είχαμε μανούλα,
που στάθηκε στο πλάι μας, κολώνα η καημενούλα.
Ήταν γλυκιά σαν ζάχαρη, σαν όλες τις μανάδες,
για μας φαινόταν πιο γλυκιά, γιατί είχε δύο χάρες.
Πατέρας και μάνα έγινε, για να μας μεγαλώσει,
και ακούραστα εδούλεψε, ψωμί για να μας δώσει.
Μας είχε πάντα καθαρά, και τακτοποιημένα,
ελάμπαμε εις το σχολείο, με ρούχα μπαλωμένα.
Θυμάμαι Πάσχα ερχότανε, και έμπλεκε εμάς κάλτσες,
παπούτσια όμως δεν είχαμε, και λείπαν οι παράδες…».


Ένα άλλο ποίημά της τιτλοφορεί ως «Η πρώτη μου λύπη στο Ορφανοτροφείο» και περιγράφει την πίκρα της όταν την πήγαν μικρή στο Ορφανοτροφείο:
«Κάθομαι με παράπονο, και παίρνω το χαρτί μου,
να γράψω όσα ζήσαμε, στην παιδική ζωή μου.
Μικρό παιδάκι ήμουνα, πριν πάω στο σχολείο,
μα η ορφάνια μ’ έσπρωξε, εις το Ορφανοτροφείο.
Η πιο μεγάλη μου αδερφή, ήτανε ένα χρόνο,
μα ήθελε και εμένανε, για συντροφιά στον πόνο.
Η μάνα μου δεν μ’ έδινε, γιατί ήμουνα μικρούλα,
δεν θα μπορέσει έλεγε, να κάνει μια στιγμούλα.
Η αδελφή επέμενε, καί να το καταφέρνει,
μαζί της με κουβάλησε, πιασμένο από το χέρι.
Σαν το πουλί που κελαηδεί, μες το κλουβί με λύπη,
έτσι και μένα πήρανε, μια μέρα απ’ το σπίτι.
Μες την καρδιά μου βρίσκεται, ακόμα αυτή η λύπη,
την ώρα που αντίκρισα, το ξένο αυτό το σπίτι.
Με πήραν και με κλείσανε, με άλλα πολλά παιδάκια,
μα το μυαλό μου έτρεχε, πάντα κοντά στη μάνα.
Τη μέρα κάτι έγινε, μα ήρθε και το βράδυ,
με βάζανε να κοιμηθώ, με άγνωστο παιδάκι.
Την αδελφή μου αγκάλιασα, και έκλαιγα το καημένο,
και τη μανούλα ήθελα, μαζί της για να μένω.
Η αδελφή μου έκλεγε, και τους παρακαλούσε,
κοντά της για να κοιμηθώ, με λύπη τους μιλούσε.
Μα να που τα κατάφερε, με πήρε από το χέρι,
στην αγκαλιά της μ’ έσφιξε, σαν μάνα η καημένη.
Εσκούπησε τα μάτια μου, που ήτανε βρεγμένα,
και μ’ έβαλε να κοιμηθώ, κοντά της πικραμένα.
Και το πρωί σαν ξύπνησα, έβλεπα το πλευρό μου,
μην πήρανε την αδελφή, και μείνω μοναχή μου.
Σε λίγο μία σάλπιγγα, έπαιζε με μανία,
να πάνε όλα τα παιδιά, εις την τραπεζαρία.
Μπήκα και ’γω εις την γραμμή, πουλάκι φοβισμένο,
και όπου πήγαν πήγαινα, σα να ’μουν δικασμένο.
Μας πήγαν σε μιαν αίθουσα, μεγάλη με τραπέζια,
και τα παιδιά εκάθησαν, όπου ήταν μαθημένα.
Τώρα μπροστά στα μάτια μου, φέρνω το τραπεζάκι,
και το ψωμάκι μου μπροστά, διά να πιώ τσαγάκι.
Εγώ όμως δεν έτρωγα, θυμόμουν τη μανούλα,
και οι κυρίες μ’ έβλεπαν, και όλο για ’μέ μιλούσαν.
Κάμποσες μέρες πέρασαν, χωρίς να συνηθίσω,
το δρόμο πάντα κοίταζα, πότε θα ξεπορτίσω.
Ήτανε ένα απόγευμα, η σάλπιγγα φωνάζει,
να βγούνε όλα τα παιδιά, ψωμί διά να φάμε.
Με δώσανε λίγο ψωμί, και τρία καστανάκια,
στο χέρι μου τα κράταγα, και έβλεπα τα παιδάκια.
Μα ξάφνου με οδήγησαν, πρόβα δια να κάνω,
να βγάλω τη φουστίτσα μου, και το χακί να βάλω.
Εκεί που εστεκόμουνα, μπροστά σε μια κυρία,
ποιος ξέρει πώς να ήμουνα, από την αγωνία.
Μα ξάφνου η πόρτα άνοιξε, και μπαίνει η μανούλα,
Θεέ μου, πόσο χάρηκε, η παιδική καρδούλα.
Τα κάστανα επέταξα, που είχα στο χεράκι,
στην αγκαλιά της βρέθηκα, σαν το μικρό πουλάκι.
Στην αγκαλιά της μ’ έσφιξε η μάνα η καημένη,
στο σπίτι μας θα φεύγαμε, μ’ έλεγε ταραγμένη.
Όταν με βγάλαν από ’κεί, απ’ το Ορφανοτροφείο,
την πόρτα γύρισα να ’δω, και είδα την αδελφή μου.
Μας κοίταζε που φεύγαμε, και ήταν λυπημένη,
αυτά μας τα ’φερε η τουρκιά, που μας είχε διωγμένοι.
Και όταν περάσω από ’κει, φέρων αυτή την ώρα,
και λέω μέσα εδώ επέρασα, παιδάκι μία μπόρα».


Χαρακτηριστική είναι μέσα από τα ποιήματά της, η περιγραφή της φτώχειας το 1931:«Πολλές φορές εσκέπτομαι, τα παιδικά μου χρόνια,
γιατί το υστερούσαμε, καί το ψωμί ακόμα.
Η φτώχεια ήτανε παντού, λες κ’ ήτανε μόδα,
και προπαντός στους πρόσφυγες γιατί περνούσαν μπόρα.
Καθόμασταν εις την Θερμήν, σ’ ένα κουρέλι σπίτι, (Κουρέλη λέγανε τον ιδιοκτήτη)
και όταν μας έπιανε βοριάς, ετρέμαμε σαν σκύλοι.
Είχε πολλά παράθυρα, και τζάμι ούτε ένα,
η πόρτα δεν είχε κλειδί, κανάτια κρεμασμένα.
Σχολείο εκεί επήγαινα, ήμουν στην Πέμπτη τάξη,
και εταξιδέψαμε πολύ, στης φτώχειας το κανάλι.
Η άλλη η αδελφούλα μου, ήταν μικρότερή μου,
και το ψωμάκι με καημό, το κόβαμε στα δύο…
Ήταν μια μέρα αλλιώτικη, με σούρουπο θλιμμένο,
Και’ μεις ψωμί δεν είχαμε, το τζάκι μας σβησμένο.
Μας έστειλε η μάνα μου, σ’ ένα γνωστό της σπίτι,
ψωμί για να ζητήσουμε, να μας οικονομήσει.
Πήρα την αδελφούλα μου, καί με βαριά τα πόδια,
να πάω όπου μου ’λεγε, η μάνα μου η δόλια.
Όλο το δρόμο χτύπαγε, με θλίψη η καρδιά μου,
βουρκώνανε τα μάτια μου, τρέμαν τα γόνατά μου.
Ο δρόμος γρήγορα θαρρείς, μας πήγε εμπρός στο σπίτι,
δυνάμωσε ο πόνος μου, εδίπλωσε η θλίψη.
Χτυπώ την πόρτα δυνατά, και φεύγω πιο παρέκει,
αφήνω την μικρή μου αδελφή, να πει το τι μας τρέχει.
Η πόρτα αμέσως άνοιξε, και βγαίνει μια κυρούλα,
με καλοκάγαθη μορφή, και αυτή προσφυγοπούλα.
Τι θέλεις κοριτσάκι μου, της λέει με λαχτάρα,
ψωμί εμείς δεν έχουμε, και μου ’στειλε η μάνα.
Αμέσως το εγνώρισε, και του μιλά με λύπη,
καί μπαίνει εις το σπίτι της, για να μας ελεήσει.
Μας έδωσε μισό ψωμί, ελιές καί λίγο λάδι,
το πήραμε στο σπίτι μας, καί φάγαμε το βράδυ.
Αυτά εδώ όσα μιλώ, καί στο χαρτί μου γράφω,
θα τα ’χω μέσα στην καρδιά, όσο στον κόσμο υπάρχω…
Στην ηλικία μου αυτή, εγνώρισα τη φτώχεια,
πολλές φορές μας έλειπε, και το ψωμί ακόμα.
Έβγαινα στο διάλειμμα, και όλα τα λαχταρούσα,
και όταν έτρωγαν τ’ άλλα παιδιά, εγώ αλλού κοιτούσα…


…Καλοκαιράκι ερχότανε, και να οι εξετάσεις,
χαρά σε όλα τα παιδιά, γιατί γινόταν παύσεις.
Ήμουνα έντεκα χρονών, αυτό το καλοκαίρι,
η ζέστη ήτανε φριχτή, σε όλη την οικουμένη.
Εγώ όμως δεν μ’ ένοιαζε, θέλησα να δουλέψω.
λεπτά να πάω σπίτι μας, όσα και αν ημπορέσω.
Στην γειτονιά που μέναμε, ήτανε μια κυρούλα,
και ’βαλε έναν μάστορα, να φτιάξει καμαρούλα.
Με φώναξε εμένανε, νερό να κουβαλάω,
να βοηθώ τον μάστορα, όσο θα ημπορέσω.
Με φόρεσε η μανούλα μου, την πιο παλιά μου φούστα,
και εις τα ποδαράκια μου, παλιά πολύ παπούτσια.
Εκουβολούσα το νερό, θαρρείς πως επετούσα,
και όταν βρισκόμουν μοναχή, σιγά ετραγουδούσα.
Δεν κουβαλούσα μόνον νερο, μα έδινα και λάσπη,
και ότι άλλο μου ’λεγαν, ήμουν πάντα εντάξει.
Ο μάστορες με κοίταζε, στα μάτια με συμπόνια,
μπράβο σου κοριτσάκι μου, μ’ έλεγε κάθε ώρα.
Πέντε δραχμούλες έπαιρνα, και χώρια το φαΐ μου,
το πήγαινα στο σπίτι μας, να φάει η αδελφή μου…».
«…Πολλά εμείς περάσαμε, στα παιδικά μας χρόνια,
γιατί είχε φτώχεια αρκετή, παντού σ’ όλη τη χώρα.
Εύχομαι σ’ όλα τα παιδιά, να είναι ευτυχισμένα,
αυτά που είδαμε εμείς, να είναι περασμένα.
Να ζουν πάντα χαρούμενα, και καλοκαρδισμένα,
να έχουν πάντα πλάι τους, και μάνα και πατέρα».


Το 1932 τους δόθηκαν μεγάλες χαρές. Μοιράστηκαν στους πρόσφυγες σπίτια στους Πύργους Θερμής και η οικογένειά της Δήμητρας ήταν από τις τυχερές αφού απέκτησαν δικό τους σπιτάκι με αυλή. Να πως γράφει το γεγονός και τις δύο χαρές που πήραν εκείνη τη χρονιά:«…την σύνταξη επήραμε, απ’ τον χρυσό πατέρα,
αυτόν που δεν γνωρίσαμε, έστελνε άσπρη μέρα.
Πέντε χρονάκια έτρεχε, η μάνα μου η καημένη,
δια να βγεί η σύνταξη, η κατακουρασμένη.
Μια μέρα καλοκαιρινή, ήρθε χρυσό χαμπάρι,
η σύνταξη μας έβγαινε, χαρά πολύ μεγάλη.
Μόλις λεφτά επιάσαμε, τρέξαμε για το τάμα,
στην Παναγιά Αγιασώτισσα, που ’κανε τέτοιο θαύμα.
Την δεύτερή μας τη χαρά, θα γράψω τώρα αμέσως,
γιατί την έχω στην καρδιά, και δεν θα βγεί καμιά φορά.
Σπίτι καινούργιο πήραμε, και δίπλωσε η χαρά μας,
μαζί με άλλοι πρόσφυγοι, άνοιξε η καρδιά μας.
Ήμουνα δώδεκα χρονών, και ήτανε Οκτώβρης μήνας,
χρυσό κλειδί επήραμε, και πόρτα πιά δική μας.
Εμύρισε η μύτη μας, σπίτι με καινουργιάδα,
πάψαν τα κουβαλήματα, στα ξένα πιά τα ντάμια.
Είδαμε πόρτα με κλειδί, παράθυρο με τζάμι,
Θεός σ’χωρές τον αίτιο, που έκανε τέτοια χάρη.
Εζούσαμε χαρούμενοι, όλοι μικροί μεγάλοι,
έλαμπε η μανούλα μου, από χαρά μεγάλη».


Οι θλίψεις όμως και οι δυσκολίες δεν τελείωσαν αφού πριν προλάβουν να συνέλθουν από τον διωγμό, ήρθε η ελληνοϊταλικός πόλεμος και η γερμανική κατοχή.
«Μετά από τον πόλεμο, που είχαμε στο ’40,
πείνα φρικτή επλάκωσε, σε όλη την Ελλάδα.
Οι Γερμανοί κατακτηταί, πήρανε τα ηνία,
και μας όλους τους Έλληνες, μας ήρθε απελπισία.
Όλα δικά τους τα έκαναν, οι Γερμανοί φασίστες,
η πείνα ήτανε για μας, η γύμνια και οι λύπες.
Μας έκαναν αγνώριστοι, με σώματα πρησμένα,
ψωμί πρώτα εφώναζαν, και ύστερα πεθαίναν.
Όσοι ήταν φιλάστενοι, δεν άντεχαν την πείνα,
αμέσως τα παράδιναν, και μπαίναν εις το μνήμα.
Με λίγα λόγια ήτανε, παντού η αθλιότης,
δεν ήξερες ποιος είν’ φτωχός, και ποιος είναι εργάτης.
Δεν ήτανε μόνο αυτό, είχαμε και το κρύο,
που ήτανε πολύ φρικτό, εις το σαρανταδύο.
Θυμάμαι την μανούλα μου, που έβγαινε στα χωράφια,
λίγα κλαδιά εμάζευε, που τρέμαν τα χεράκια.
Και μόλις ετελείωναν, έτρεχε η καημένη,
εις τα χωράφια η φτωχή, σα να ’ταν δικασμένη.
Και ’γω όμως δεν έμενα, με τα χέρια μου δεμένα,
ο νους μου ήταν στη δουλειά, για να τα βγάλω πέρα.
Εις τις ελιές επήγαινα, με άλλες πεινασμένες,
και αντί ψωμί ετρώγαμε, φακές κακοβρασμένες.
Το μεροκάματο ήτανε, πενήντα δράμια λάδι,
και εκατό δράμια φακές, να βράσουμε το βράδυ.
Στις πέντε η ώρα την αυγή, φεύγαμε απ’ το σπίτι,
δυό ώρες περπατούσαμε, να πάμε στο τσιφλίκι.
Δεν είχαμε τότε οκτάωρο, δουλεύαμε σαν σκύλοι,
και σαν σκοτείνιαζε καλά, πηγαίναμε στο σπίτι…».


Η αγάπη που είχε για την μάνα της και η μόνιαση μέσα στο σπίτι, της έδινε μεγάλη χαρά:


«Ζούσα με την μανούλα μου, σε κόσμο με ειρήνη,
μες την γλυκιά της την μορφή, γνώρισα την γαλήνη.
Το σπίτι μας το φτωχικό, στα μάτια μου παλάτι,
και η γλυκιά της αγκαλιά, αστείρευτο χρυσάφι.
Η φτώχεια δεν με φόβιζε, είχα τα δυό μου χέρια,
και μια μανούλα θησαυρό, που φρόντιζε για μένα.
Απ’ τη δουλειά σαν σκόλαγα, ω! τι χαρά εκείνη,
θαρρείς φτερά με χάριζαν, και πήγαινα στο σπίτι.
Την πόρτα όταν άνοιγα, όλα θαρρείς γελούσαν,
ξέχανα την ορφάνια μου, και δεν μελαγχολούσα.
Έβρισκα μάνα και αδελφή, ανίψια σαν λουλούδια,
και έτσι περνούσε ο καιρός, με γέλια και τραγούδια.
Κλείνω τα μάτια μου συχνά, διά να νοσταλγήσω,
τα χρόνια αυτά τα όμορφα, ίσως τα ξαναζήσω…».


Η Δήμητρα δεν παύει ποτέ να ενθυμείτε το Αϊβαλί (το Αϊβαλέλ’ μας το έλεγαν) καί να ποθεί την πραγματική της πατρίδα που δεν την άφησαν να χαρεί:«…Όλοι οι πρόσφυγοι πονούν, όσοι εκτοπιστήκαν,
γιατί εχάσαν όνειρα, πολύ τραυματιστήκαν.
Σαν τα πουλιά σκορπίσαμε, μέσα στην μαύρη μπόρα,
τους ξένους δρόμους πιάσαμε, σε άγνωστη κατηφόρα.
Όπου παγαίναμε βαριά, πατούσαμε οι καημένοι,
λάφυρα μας κορόιδευαν και μας φωνάζαν ξένοι.
Εμείς όμως δεν χάσαμε, το θάρρος και ελπίδα,
σταθήκαμε σαν τα βουνά, στην μαύρη καταιγίδα.
Γεμάτοι όλο προκοπή, μαζί και εξυπνάδα,
γίναμε παράδειγμα μέσα εις την Ελλάδα.
Σαν γέρασε η μάνα μας, μας είπε δύο λόγια,
κόρες μου σαν με θάψετε, ρίξτε μου λίγο χώμα.
Χώμα απ’ την πατρίδα μας, την πολυαγαπημένη,
όπου δεν την χαρήκαμε, θα φύγουμε καμένοι.
Το χώμα το ερίξαμε, επάνω εις το μνήμα,
δεν σας το γράφω ψέματα, γιατί είναι αμαρτία».


Σε πολλά ποιήματά της εξυμνεί αγαπημένα πρόσωπα. Την νονά της, την ανιψιά της, τον άνδρα της, τον ψάλτη εξάδελφό της, το χωριό, και όσους ανθρώπους είχε στην καρδιά της. Εντύπωση προκαλεί ένα ποίημα στο οποίο προσωποποιεί την μοναξιά της αφού δεν απέκτησε παιδιά και το είχε μεγάλο καημό.«Στο δρόμο μου συνάντησα, μια σκυθρωπή γυναίκα,
πρώτη φορά την έβλεπα, μα’ κείνη χαμογέλα.
Ήτανε άσκημη πολύ, και είχε το βλέμμα κρύο,
και ‘γω την εφοβήθηκα, γύρισα για να φύγω.
Μα όπως εγώ εγύρισα, να φύγω από κοντά της,
από τα ρούχα μ’ άρπαξε, σα να ‘μουνα δικιά της.
Τότε την ξανακοίταξα, κι άρχισα να θυμώνω,
τα χέρια της ετράβηξα, να φύγω να γλιτώσω.
Μα αυτή εχαμογέλασε, για να με καλοπιάσει,
γιατί το είχε κατά νου, κοντά μου να φωλιάσει.
Μέσα στο γέλιο της αυτό, στην πρόχειρη χαρά της,
φωτιά είχαν τα λόγια της, που ’βγαζε η καρδιά της.
Που να πας να φύγεις πριν σε πω, ποια είμαι και τι θέλω,
εγώ για σένα έρχομαι, μαζί σου πιά θα μείνω.
Η μοναξιά είμαι εγώ, και άκουσε την λαλιά μου,
πάρε πιά την απόφαση, και μάθε το όνομά μου.
Θέλεις δεν θέλεις στο εξής, μαζί θα κατοικούμε,
φίλες καλές θα γίνουμε, μαζί θα ομιλούμε.
Και από τότε η μοναξιά, δεν φεύγει από κοντά μου,
όποιος την εδοκίμασε, θα νοιώσει τα γραπτά μου».


Παρακάτω σε άλλο ποίημά της αναφέρεται ξανά στην μοναξιά που την πλήγωσε πολύ όταν έφυγε από κοντά της η μητέρα της και οι αδερφές της. Αν και παντρεύτηκε δεν μπόρεσε να ζήσει την αγάπη που είχε ζήσει με τους δικούς της ανθρώπους.«…Το ποιο καυτό παράπονο, είναι η μοναξιά μου,
αυτή που δεν νοστάλγησα, ερίζωσε σιμά μου.
Ποτέ δεν την εφώναξα, κοντά μου για έλθει,
την διώχνω καθημερινώς, μα η σκληρή δεν φεύγει.
Φύγε της λέω άκαρδη, τι θέλεις από μένα,
γιατί δικάζεις άνθρωπο, όπου ζητά παρέα.
Η μοναξιά είναι πικρή, και τις καρδιές τσακίζει,
έρχεται όμως στη ζωή, χωρίς να σε ρωτήσει.
Όποιος θα πεί πως είν’ καλή, τον κόσμο δεν γνωρίζει,
ίσως να είναι άκαρδος, και μοιάζει με εκείνη…».


Για τα χρόνια που περνούν γρήγορα και τις αναμνήσεις που μένουν αναρωτιέται μέσα από τα ποιήματά της:«Φεύγουν τα χρόνια φεύγουνε, και ζουν οι αναμνήσεις,
και μέσα στην ανάμνηση, φυτρώνουν οι ρυτίδες.
Η ομορφιά μαραίνεται, και φεύγει η νεότης,
και ο καθρέφτης δυστυχώς, μας δείχνει αθλιότης.
Γιατί να γίνεται αυτό, τα νιάτα μας να φεύγουν,
γιατί να μην γυρίζουνε, πίσω σε μας να έλθουν;
Άραγε γιατί χάνονται, που πάνε και που τρέχουν…»;


Ένα από τα ποιήματά της αναφέρεται και στο νησί της Λέσβου που έμεινε σ’ όλη της την ζωή και αγάπησε ιδιαιτέρως:«Απέναντι εις το Αϊβαλί, είναι ένα νησάκι,
Λέσβος το ονομάζουνε, κ’ έχει περίσσια χάρη.
Έχει ομορφιές αμέτρητες, τους ξένους μαγνητίζει,
είναι πατρίδα της Σαπφώς, καθώς και του Ελύτη.
Έχει βουνά ηλιόλουστα, κάμπους με πρασινάδα,
όπου και να στρέψεις την ματιά, σε πιάνει μια λαχτάρα.
Την λούζει η θάλασσα, που μοιάζει σαν διαμάντι,
το κάθε κύμα της χρυσό, είναι μαργαριτάρι…».


Την συγκινεί και η ιστορία της Κύπρου, που πονάει η καρδιά της γιατί είναι ελληνικό νησί σκλαβωμένο:«Κύπρος πεντάμορφο νησί, και διαμαντοστρωμένο,
όπως τον άνθρωπο και συ, είσαι κακογραμμένο.
Είσαι μια πέτρα όμορφη, και λάμπεις σαν αστέρι,
σε βρέχουνε τα κύματα, μα είσαι πικραμένη.
Όλο σε νέα βάσανα σε ρίχνουνε καημένη,
οι γείτονές σου οι κακοί, σε θέλουν λυπημένη.
Είσαι κοπέλα όμορφη, και θέλουν να σ’ αρπάξουν,
τα βρώμικα τα χέρια τους, θέλουν να σε δικάσουν.
Εσύ όμως δεν δέχεσαι, να είσαι μολυσμένη,
θέλεις να είσαι Ελληνική, για να ’σαι δοξασμένη.
Και αν με τρόπο άνανδρο, επήραν την ουρά σου,
μην το φοβάσαι Κύπρο μου, θα ’ρθει εις τα παιδιά σου.
Θα ρθεί εις τα παιδάκια σου, που τόσο σε αγαπάνε,
και κλαίνε για σένα Κύπρο μου, όταν σε θυμηθούνε.
Και ’μεις όλοι οι Έλληνες, δακρύζουμε για σένα,
και στο Θεό ελπίζουμε, να γιατρευτείς μια μέρα».


Η Δήμητρα έφυγε από τον κόσμο αυτό στις 25-1-2008, σε ηλικία 89 ετών. Αιωνία η μνήμη της.


Στρατής Ανδριώτης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου