Σε μια από τις ωραιότερες περιοχές των ανατολικών ακτών της Λέσβου, βρίσκεται το χωριό Πύργοι Θερμής, σε απόσταση 10 χιλιομέτρων βορειότερα από την πόλη της Μυτιλήνης. Μπροστά στην πανέμορφη αγκαλιά της νησιωτικής αυτής γης, ένας πανέμορφος κόσμος, γεμάτος με σπάνιες χάρες και εικόνες ιδανικές, ξεπροβάλλει μαζί με το φως του ήλιου, ζωγραφίζοντας με τα πιο φανταχτερά χρώματα τον ουρανό και τα σύννεφα, καθώς καθρεφτίζονται στα καταγάλανα νερά της θάλασσας του Αιγαίου. Αγκαλιάζουν στην απεραντοσύνη τους τούτη τη γη, σαν μια αρμονική συμφωνία που αποκαλύπτει τον παραδεισένιο και αγιασμένο τόπο της Θερμής, γαλήνιο, ήρεμο.
σ.α.

Κυριακή 31 Μαΐου 2009

Η Θάλασσα


Η ιστορία αυτού του τόπου, είναι συνυφασμένη με τη θάλασσα. Το υγρό στοιχείο συντρόφευε από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα πολλές γενεές ανθρώπων που έζησαν πλάϊ σ’ αυτήν. Από το πέλαγος ξεχύνεται άλλοτε φουρτουνιασμένη και άλλοτε αφήνεται γαλήνια να χαϊδεύει τα δαντελωτά ακρογιάλια του χωριού μας...
 «Κανόνι» ονόμασαν την παραλία των Πύργων Θερμής της Λέσβου, από τότε που την χρησιμοποιούσαν οι Άγγλοι ως αεροδρόμιο στον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο και είχαν τοποθετημένο ένα μεγάλο κανόνι.

Πολλοί ήταν εκείνοι που κατά καιρούς ύμνησαν την θάλασσα με έναν ξεχωριστό, μοναδικά ποιητικό και λογοτεχνικό τρόπο, ωραιοποιώντας την αξία της. Ο Προφήτης Ησαΐας επισήμαινε την κυρίαρχη σημασία της που δεν είναι άλλη από την ύμνηση του Θεού: «Υμνήσατε τω Κυρίω ύμνον καινόν, η αρχή αυτού, δοξάζετε το όνομα αυτού απ' άκρου της γης, οι καταβαίνοντες εις την θάλασσαν και πλέοντες αυτήν, αι νήσοι και οι κατοικούντες αυτάς» και ο Φώτης Κόντογλου εκθείαζε την χάρη της: «Η θάλασσα άγιασε από τον Χριστό κι' από τους Δώδεκα Αποστόλους, που ήτανε θαλασσινοί ανθρώποι, βλογημένα και τα εργαλεία τους, τα δίχτυα και τα παραγάδια, τα δίχτυα όμως ήτανε πιο βλογημένα, γιατί σκεδιάζανε σταυρό… ο Δαβίδ παρομοιάζει τη φωνή του Θεού σαν το μούγκρισμα της φουρτουνιασμένης θάλασσας. Μα και την ειρήνη, τίποτα δεν μπορεί να την παραστήσει τόσο καλά, όσο η γαληνεμένη θάλασσα. Κι’ όλες οι όψεις που παίρνει αυτό το μυστηριώδες στοιχείο, έχουνε ανταπόκριση με την κάθε κατάσταση της ψυχής του ανθρώπου… Η θάλασσα είναι η αιώνια πατρίδα της ελευθερίας. Γι' αυτό σαν τη βλέπει ο άνθρωπος, νοιώθει να φτερουγίζει μέσα του τούτη η θεϊκή πνοή. Ο ποιητής Κάλβος γράφει πώς η ελευθερία είναι κόρη του Ωκεανού». Ο Αλέξανδρος Μωραϊτίδης ταύτιζε τη θάλασσα με τη φύση, τον άνθρωπο και την ζωή του: «…σε μεταγάγη εις τον δροσερόν των κυμάτων κόσμον, όπου η φύσις ολόγυμνος κολυμβά, αφρός εν αφρώ. Θεωρείς κύματα, διαλογίζεσαι κύματα, ομιλείς με τα κύματα, την ηδέως κυλούσαν του ύδατος γλώσσαν, βόμβον εράσμιον ως από μυριάδων κυψελών. Τρώγεις στα κύματα, κοιμάσαι στα κύματα, κι' εξυπνάς στα κύματα, ζείς σαν γλάρος, του κύματος γλάρος... Τα κύματα δεν με φοβίζουν πλέον. Ακτινοβολούν φως και ζωήν. Αρνάκια κάτασπρα, καμπουρωτά, σκιρτώσιν εν τη υγρά του Αιγαίου πεδιάδι και ακούεις τον γλυκόν βληχασμόν των. Χοροπηδούν. Κάθηνται. Γελούν. Φωνάζουν. Παίζουν. Συμπλέκονται. Φιλιούνται. Απορροφώνται. Χάνονται κι' αίφνης αναγεννώνται... Καθ' όλην την ημέραν ησθανόμην αμύθητον αγαλλίασιν, κοιτάζων την εξαισίαν αυτήν του Αιγαίου σκηνογραφίαν. Ο άνεμος έπνεεν από των ερημονήσων και η σκούνα προήγε πάντοτε προς τα εμπρός, χρονιάρα νύμφη, θαρρείς και έβγαινεν εις τον κάβο του χορού με μανδήλι μεταξωτό, ασπρογάλαζο μανδήλι, τας γαλανάς νησίδας, τας οποίας, ιδού γελώσας, προσπαθεί να παρασύρει εις τον δρόμον της τον ταχύν, γαλανήν συντροφίαν». Ο Ιούλιος Βέρν εξυμνούσε το μεγαλείο της: «Η θάλασσα με τους άπειρους θησαυρούς της, με τις μυριάδες των ψαριών της, με την παραγωγή των βρύων και των φυκιών, με τα κολοσσιαία μαστοφόρα της, με ό,τι η φύση συντηρούσε εκεί…». Και πάλι ο Φώτης Κόντογλου θαύμαζε εκστατικός: «Θάλασσα! 'Ω στοιχείο γεμάτο μυστήριο! Φοβερό μαζί κι αγαπημένο! Τραβάς τον άνθρωπο, σαν να είσαι μαγνήτης! Ο βαθύς κι αιώνιος βόγκος σου νανουρίζει την ψυχή μας, γεμάτος μυστηριώδεις κι ανεξιχνίαστες φωνές! Από την πρώτη μέρα της δημιουργίας η θάλασσα ήτανε όπως είναι σήμερα, και θα ναι η ίδια ως τη συντέλεια του κόσμου. Δεν θ' αλλάξει καθόλου, ολότελα. Πρίν να πλαστεί ο άνθρωπος απάνω στη γή, αυτά τα ίδια νερά βογκούσανε κι αφρίζανε μέσα στον έρημο τον κόσμο, κάτω από τον έρημον ουρανό, τα ίδια κύματα ξεσπούσανε καταπάνω στις έρημες στεριές, που δεν υπήρχε ακόμα απάνω τους καμιά ζωή, μήτε ζώο, μήτε άνθρωπος, μήτε μαμούνι. Τα νερά όμως της θάλασσας ήτανε γεμάτα από πλήθος πλάσματα, μ' όλο που απάνω σ' αυτή δεν αρμένιζε τίποτα. Μοναχά ο ήλιος την κοντάριζε με τις πυρωμένες σαγίτες του από την ώρα που έβγαινε ως την ώρα που βουτούσε πίσω από το έρημο πέλαγο, κατά το βασίλεμα, και το φεγγάρι πλανιότανε από πάνω της, βουβό, λυπημένο, σαν κομμένο κεφάλι δίχως αίμα, ρίχνοντας απάνω στ' ατελείωτα νερά της το υδραργυρένιο κρύο φως του… Ο άνθρωπος, αυτό το ακατακάθιστο τέρας, αλλάζει ολοένα την όψη της στεριάς, την καταπατά, την εξουσιάζει. Μα τη θάλασσα, με όλα που σοφίζεται, με όλα που βρίσκει το μυαλό του, δεν μπορεί να της κάνει τίποτα. Η όψη της απομένει ανάλλαχτη, αμόλευτη, όπως ήτανε τότε που «πνεύμα Θεού επεφέρετο επάνω του ύδατος», όπως λέγει η Αγία Γραφή. Κανένας δεν μπορεί να την εξουσιάσει, κι αυτό που λέγει ο άνθρωπος εξουσία απάνω στη θάλασσα, είναι μία εξουσία ψεύτικη, ξεγέλασμα της αλαζονείας του. Τα μεγάλα παπόρια του μπορεί να ταξιδεύουνε σε κάθε μέρος της, μα μόλις περάσει το κάθε πλεούμενο, που σκίζει το νερό της, αυτό πάλι κλείνει και σβήνει πίσω από το τιμόνι του τ' αυλάκι που χάραξε για μια στιγμή, η μικρή πληγή που άνοιξε απάνω στο παρθένο το κορμί της σφαλά και γιατρεύεται στη στιγμή, χωρίς ν' απομείνει σημάδι ολότελα. Τα υπερωκεάνια και τις πλεούμενες πολιτείες τις έχει για μπαίγνια, τ' αφήνει και πηγαινοέρχονται απάνω της, ώσπου να θυμώσει και να τα καταπιεί. Ποιος θα εξουσιάσει τη φοβερή άβυσσο; Ποιος μπορεί ν' αλλάξει κατά το θέλημά του ένα πράγμα που αλλάζει ολοένα το ίδιο από τον εαυτό του, απομένοντας αιώνια απάτητο, ασκλάβωτο, ανέγγιχτο, αμόλευτο, όπως εβγήκε από τα χέρια του Θεού; Στοιχείο αγιασμένο, άσπιλο! Η θάλασσα είναι η αιώνια πατρίδα της ελευθερίας. Γι' αυτό, σαν τη βλέπει ο άνθρωπος, νοιώθει να φτερουγίζει μέσα του τούτη η θεϊκή πνοή… Σάν κρασί μας μεθά αυτή η μακρινή μοσχοβολιά που βγαίνει από το δροσερό το πέλαγο. Και πεθαμένος να ’ναι, όποιος γεννήθηκε από τούτη την αντρειωμένη τη μάνα κι ύστερα τη χωρίσθηκε και σίμωσε στα σύνορά της, ζωντανεύει μονάχα από την αρμύρα της που πετά απάνω στον αγέρα, τέτοια δύναμη δραστική έχει ετούτο «το ύδωρ το ζών», που δεν μπορεί να τη νοιώσει ο στεργιανός, κι άς λέγει ό,τι θέλει. Για τούτο φωνάζανε σαν ζουρλοί οι σκληροί στρατιώτες του Ξενοφώντα: «Θάλασσα! Θάλασσα!», και κλαίγανε σαν τα μωρά, σαν είδανε από μακριά το πέλαγο, που δρόσιζε τις στεγνωμένες τις καρδιές τους… Όποτε δώ θάλασσα, ξεπετά η καρδιά μου... Ακούω από μακριά τη βουή της και δροσίζεται η ψυχή μου πρίν να την δώ. Καταλαβαίνω πώς με καλεί κοντά της».
Τη μαγεία του Αιγαίου περιέγραφε ο Ηλίας Βενέζης: «Το Αιγαίο δεν είναι μονάχα φως και θάλασσα. Μπαίνει με στην καρδιά των ανθρώπων, γίνεται πρώτα ένας χτύπος, ύστερα άλλος, ώσπου γίνεται όλοι οι χτύποι της καρδιάς. Μπαίνει μες στις φλέβες και γίνεται αίμα. Καίει το αίμα. Μπαίνει μες στη μνήμη, κι από τότε τίποτα πια δεν μπορεί να το σβήσει ως την ώρα του θανάτου. Το Αιγαίο φωνάζει πάντα και σε καλεί». Και ο Οδυσσέας Ελύτης χαίρεται για την εύνοια του νησιού της Λέσβου: «…ίδιο πλατανόφυλλο καταμεσής του πελάγους. Μιλώ για το νησί που αργότερα, όταν κατοικήθηκε, ονομάστηκε ¨Λέσβος¨».
Στρατής Ανδριώτης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου