Σε μια από τις ωραιότερες περιοχές των ανατολικών ακτών της Λέσβου, βρίσκεται το χωριό Πύργοι Θερμής, σε απόσταση 10 χιλιομέτρων βορειότερα από την πόλη της Μυτιλήνης. Μπροστά στην πανέμορφη αγκαλιά της νησιωτικής αυτής γης, ένας πανέμορφος κόσμος, γεμάτος με σπάνιες χάρες και εικόνες ιδανικές, ξεπροβάλλει μαζί με το φως του ήλιου, ζωγραφίζοντας με τα πιο φανταχτερά χρώματα τον ουρανό και τα σύννεφα, καθώς καθρεφτίζονται στα καταγάλανα νερά της θάλασσας του Αιγαίου. Αγκαλιάζουν στην απεραντοσύνη τους τούτη τη γη, σαν μια αρμονική συμφωνία που αποκαλύπτει τον παραδεισένιο και αγιασμένο τόπο της Θερμής, γαλήνιο, ήρεμο.
σ.α.

Σάββατο 14 Αυγούστου 2010

Δημήτρης Καραπιπέρης: «Είμαι οπαδός του “γηράσκω αεί διδασκόμενος”»

Ο πύργος «Καραπιπέρη» στους Πύργους Θερμής της Λέσβου, όπου διαμένει ο ζωγράφος Δημήτρης Καραπιπέρης.

Συνέντευξη στη Χρηστίδου Βαγγελιώ.
Σήμερα το «Εμπρός» φιλοξενεί το ζωγράφο Δημήτρη Καραπιπέρη, που εδώ και χρόνια διδάσκει ζωγραφική σε ενήλικες στη «Στέγη Θεοφίλου» στη Μυτιλήνη, ενώ για χρόνια δίδασκε ζωγραφική και σε σχολεία της Λέσβου.
Μέχρι το Σάββατο 14 Αυγούστου, η έκθεσή του με θέμα «Ταξίδι στον κόσμο της γιαγιάς» θα φιλοξενείται στο Αρχοντικό Γεωργιάδη, στα πλαίσια των εκδηλώσεων της νομαρχίας Λέσβου με θέμα «Ταξίδι». Ο γνωστός και βραβευμένος Μυτιληνιός ζωγράφος μάς μιλάει σήμερα για τον ιδιαίτερο αυτό κόσμο που τον ενέπνευσε, για τις επιρροές που είχε στην τέχνη του από τα εφηβικά του χρόνια και για τα σχέδια που έχει για το άμεσο και απώτερο μέλλον...

Πότε πρωτοπιάσατε πινέλο, κ. Καραπιπέρη; Τι σας τραβούσε στη ζωγραφική;
«Η ενασχόλησή μου με τη ζωγραφική ξεκίνησε από τα χρόνια στην Ακαδημία, όπου πήρα τα πρώτα ερεθίσματα από το δάσκαλό μου Στρατή Αξιώτη. Εκεί άρχισα να καταλαβαίνω ότι “κάτι κάνω” στη ζωγραφική, αφού είχα την επιβράβευση τόσο των συμμαθητών, όσο και του δασκάλου μου. Στη συνέχεια, βέβαια, άρχισα να το καλλιεργώ και γράφτηκα στη Σχολή ABC, την οποία και τελείωσα. Ως άνθρωπος όμως που θέλω συνεχώς να μαθαίνω, δηλαδή οπαδός τού “γηράσκω αεί διδασκόμενος”, όταν μου δόθηκε η ευκαιρία, μαθήτευσα δίπλα στο Γιώργο Ζλατάνη, γλύπτη και ζωγράφο στις Σέρρες. Και στη συνέχεια στην Ξάνθη, όταν μετατέθηκα ως δάσκαλος, συνέχισα σπουδές κοντά στον επίσης γλύπτη και ζωγράφο Χρήστο Παυλίδη. Όταν κατέβηκα στην Αθήνα το 1995 και χρειάστηκε να μείνω εκεί ένα χρόνο, πήγα στη σχολή “Πλάκα” και παρακολούθησα και πάλι μαθήματα ζωγραφικής, για άλλον ένα χρόνο.»
Ζωγραφίζοντας με ρεαλισμό
Πόσο σημαντικό ήταν ότι είχατε για δάσκαλο το Στρατή Αξιώτη; Τι θυμάστε από τη μαθητεία σας κοντά του;
«Ο Στρατής Αξιώτης ήταν πολύ καλός δάσκαλος. Μας δίδασκε πώς να κάνουμε ένα έργο τέχνης με πολύ απλά πράγματα, αντικείμενα από το άμεσο περιβάλλον μας. Εκείνο που μου έδωσε ήταν να καταλάβω ότι τα πράγματα δεν ήταν μόνο χρωματικά, αλλά δέχονται χρωματικούς επηρεασμούς από το περιβάλλον. Εκεί πρωτοάκουσα για το Σεζάν, όπως και για το Μονέ, για το “χρωματικό κύκλο”, όπως και ότι η απόσταση μεταβάλλει την εικόνα των πραγμάτων, καθώς και την έκφρασή του που ακόμη και τώρα την ακούω στα αυτιά μου: “σπούδασέ το το κάθε θέμα”, ότι δηλαδή η μελέτη και η σπουδή είναι πολύ σημαντικό εφόδιο.»
Η επαφή σας με τη γλυπτική, πλάι στο Ζλατάνη και τον Παυλίδη, πόσο έχει επηρεάσει τη δουλειά σας;
«Πάρα πολύ. Με τον πρώτο έκατσα δύο χρόνια, με το δεύτερο τέσσερα. Και οι δύο αυτοί άνθρωποι ήταν της ίδιας νοοτροπίας από πλευράς ζωγραφικής, προσπαθώντας να αποδώσουν τη φόρμα με επίπεδα που μπορούμε να μεταφέρουμε και στη ζωγραφική αποδίδοντας με την ανάλυσή τους τον όγκο των αντικειμένων. Ήταν κάτι πιο κοντά σε αυτό που με τραβούσε εξ αρχής και ήμουν πολύ τυχερός που έτυχα σε δύο δασκάλους της ίδιας ζωγραφικής αντίληψης που ταίριαζε με τα δικά μου “πιστεύω” και αναζητήσεις.»
Ζωγραφίζετε με έντονο ρεαλισμό. Δε σας τράβηξε ποτέ η περισσότερο αφηρημένη τέχνη;
«Όχι, γιατί κατά την άποψή μου η ζωγραφική είναι η τέχνη του βλέμματος, της καρδιάς και του συναισθήματος, όχι τόσο μια εγκεφαλική λειτουργία. Η αφηρημένη τέχνη έχει να κάνει περισσότερο με τον εγκέφαλο, την επεξεργασία. Αυτό που με τραβούσε περισσότερο και με τραβάει πάντα ήταν η απεικόνιση της πραγματικότητας και περισσότερο η απόδοση του τρισδιάστατου της πραγματικότητας. Και αυτό γιατί είχα ένα παιδικό βίωμα: όταν ήμουν στην ηλικία των 12 ετών, έπεσε στα χέρια μου ένα “View Master” και όταν είδα μέσα από αυτό μια τρισδιάστατη εικόνα μαγεύτηκα, ενθουσιάστηκα. Αυτό με κυνηγά, θα έλεγα, μέχρι και τώρα. Και προσπαθώ αυτό το τρισδιάστατο που μας δίνει η άμεση επαφή μας με την πραγματικότητα, με τα αντικείμενα, αν μπορέσω, να το αποδώσω και στη ζωγραφική. Η αμεσότητα και η απτότητα που αισθανόμαστε όταν ερχόμαστε σε επαφή με τα αντικείμενα με ενθουσιάζει και προσπαθώ να το αποδώσω όσο μπορώ. Δεν μπορώ να εμπνευστώ από εικόνες που δε ζω.»
Ο «κόσμος των γιαγιάδων»
Μιλήστε μας για τον «κόσμο των γιαγιάδων», από τον οποίο εμπνευστήκατε για την έκθεσή σας στο Αρχοντικό Γεωργιάδη. Τι σας έκανε να επιλέξετε αυτό το θέμα;
«Το περιβάλλον, το πατρικό σπίτι που ζω, είναι του 1845. Μέσα είναι σαν ένα μικρό μουσείο, σε μεταφέρει από μόνο του σε άλλους κόσμους, πιο παλιούς, με παλιά αντικείμενα, κεντήματα της μητέρας μου, που έχουν περάσει μέσα μου. Βλέπω σε αυτά τη ζεστασιά του αγγίγματος των ανθρώπων που τα έφτιαξαν, το μεράκι, το γούστο, την υπομονή, την τεχνογνωσία ακόμη, που χάνεται με τον καιρό. Ακόμη και όταν βλέπω ένα ωραίο κέντημα ή ένα υφαντό, μου δημιουργείται η περιέργεια τι χέρια και με τι τρόπο το έφτιαξαν, θαυμάζω την τεχνογνωσία και την υπομονή των ανθρώπων αυτών, ενώ ένα βιομηχανικό αποτέλεσμα δεν εκπέμπει την ίδια ενέργεια. Έχει μια ψυχρότητα, είναι κάτι το απρόσωπο. Αυτόν τον θαυμασμό προσπάθησα μέσω της ζωγραφικής να τον αποδώσω.»
Έχει ανταπόκριση στον κόσμο η έκθεση;
«Η έκθεση πάει πολύ καλά, έρχεται πολύς κόσμος. Βοηθάει και το περιβάλλον και οι άλλες πολιτιστικές εκδηλώσεις που γίνονται στο χώρο που λειτουργεί ως πολυχώρος πολιτισμού, κάτι που αφενός δικαιώνει τους ανθρώπους που εμπνεύστηκαν το θεσμό και τον πραγματοποιούν με μεγάλο κόπο και ψυχικό κόστος. Το πιο σημαντικό, όμως, είναι πως όλη αυτή η κατάσταση που δημιουργείται εκεί δεν έχει την όψη κάποιου ψευτοπανηγυριού, αλλά με λίγα πενιχρά μέσα και με την παρουσία όχι βαρύγδουπων ονομάτων, αλλά ανθρώπων που αγαπούν πραγματικά αυτό που κάνουν και δίνονται σε αυτό, υπάρχει ένα ποιοτικό αποτέλεσμα. Όλες τις μέρες που βρίσκομαι εκεί παρατηρώ πως έρχονται άνθρωποι διαφόρων ηλικιών, διαφόρων κοινωνικών στρωμάτων, διαφορετικής κουλτούρας και παιδείας και όλοι αυτοί συνυπάρχουν αρμονικά. Είναι κάτι το πολύ θετικό για εμένα. Ωστόσο, έχω μια ένσταση σχετικά με το “δωρεάν” των εκδηλώσεων, αφού στους δύσκολους οικονομικά καιρούς που περνάμε, το να βλέπει ένας εργαζόμενος να του μειώνεται η σύνταξη ή ο μισθός και από την άλλη να παρέχονται αυτές οι υπηρεσίες εντελώς δωρεάν είναι ένα σχήμα οξύμωρο. Θα μπορούσε να υπάρχει ένα μικρό αντίτιμο εισιτηρίου για όλες τις εκδηλώσεις, ώστε να αντιμετωπίζονται κάποια τρέχοντα έξοδα.»
Για τη «Στέγη Θεοφίλου»
Μιλήστε μας για τα μαθήματα ζωγραφικής που παραδίδετε σε ενηλίκους στη «Στέγη Θεοφίλου».
«Στη “Στέγη Θεοφίλου” διδάσκω τα τελευταία οκτώ χρόνια. Τα επτά από αυτά έχω αποκλειστικά τα τμήματα ζωγραφικής ενηλίκων. Εκεί συνδυάζω τις γνώσεις που έχω αποκτήσει στη ζωγραφική, με τις μεθόδους που διδάχτηκα στην Ακαδημία γύρω από τη διδασκαλία. Έχω κατανείμει τη ζωγραφική ύλη σε διάφορα στάδια, ώστε να μην μπερδεύονται οι μαθητές και να εκφράζεται παράλληλα η προσωπικότητά τους. Το “πρόβλημα” που υπάρχει, είναι πως οι μαθητές είναι πάρα πολλοί και δεν μπορούν να παρακολουθούν μαθήματα καθημερινά, παρά μόνο μια φορά την εβδομάδα. Έτσι οι μαθητές τελειώνουν στα τέσσερα χρόνια, αλλά διψούν για περισσότερο και συναντάμε το σπάνιο φαινόμενο μαθητών που… θέλουν να μείνουν στην ίδια τάξη.»
Πόσο σημαντική είναι η λειτουργία της «Στέγης Θεοφίλου»;
«Πέρα από τα μαθήματα, η σχολή αυτή παίζει και έναν άλλο ρόλο, ευρύτερα κοινωνικό. Δεν παίρνουμε τους μαθητές μας κατόπιν εξετάσεων όπως στις Σχολές Καλών Τεχνών, αλλά δεχόμαστε όποιον θελήσει να κάνει μαθήματα, από οποιαδήποτε ηλικία. Έχουμε μαθητές από πέντε μέχρι 75 ετών, γιατί έρχονται και άνθρωποι που τους αρέσει η ζωγραφική και δεν έχουν απώτερο σκοπό να γίνουν επαγγελματίες ζωγράφοι, αλλά καταφεύγουν στη ζωγραφική για κοινωνικούς και προσωπικούς λόγους, για να ξεπεράσουν μια δύσκολη περίοδο της ζωής τους και να ξεχαστούν μέσω της τέχνης. Νομίζω πως οι διάφοροι πολιτιστικοί σύλλογοι οφείλουν να παίζουν αυτόν το ρόλο.»
Εσάς προσωπικά τι σας έχει προσφέρει η εμπειρία σας αυτή;
«Πάρα πολλά. Αναγκάζομαι εκ των πραγμάτων να είμαι λιτός, σαφής, κατανοητός σε αυτά που διδάσκω, να μην πλατειάζω, να είμαι ευέλικτος και οπωσδήποτε αποτελεσματικός, έτσι ώστε να ικανοποιούμαι και εγώ, αλλά και ο μαθητής.»
Ποια θεωρείτε τη σημαντικότερη διάκριση που έχετε πάρει μέχρι σήμερα;
«Αφενός το πρώτο μου βραβείο που πήρα το 1984 στην προσωπογραφία, όσο ήμουν στη Σχολή ABC, αλλά και τη διάκριση στη Biennale τού παστέλ, στις Βρυξέλλες το 1995, αφού υπήρχε μεγάλος ανταγωνισμός από την Ευρώπη και είναι σημαντικό να βραβευτείς σε τόσο εξειδικευμένο υλικό όπως το παστέλ.»
Τι σχέδια έχετε από εδώ και πέρα, κ. Καραπιπέρη;
«Σε συνεργασία με την ΟΛΣΑ θα πραγματοποιήσουμε το χειμώνα μια έκθεση με θέμα την ελιά στην Αθήνα, μέρος των εσόδων της οποίας θα διατεθεί για την ανέγερση του πολιτιστικού κέντρου “Μίλτης Παρασκευαΐδης”. Αυτήν τη στιγμή δουλεύω πάνω σε αυτή την ενότητα, αλλά όπως πάντα δουλεύω παράλληλα και άλλα πράγματα. Όταν, για παράδειγμα, κάνω εκδρομές τις Κυριακές στο νησί, δουλεύω τα τοπία που επισκέπτομαι με τη σκέψη να παρουσιάσω κάποτε ένα “εικαστικό οδοιπορικό της Λέσβου”. Το μόνο που μπορώ να ευχηθώ για το μέλλον, είναι “να μας έχει ο Θεός γερούς, να πραγματοποιούμε τα όνειρά μας”. Προσωπικά, πάντως, και τώρα ακόμη αν μου δινόταν η ευκαιρία να γίνω μαθητής κοντά σε κάποιο δάσκαλο, έστω κι αν είμαι δάσκαλος και ο ίδιος, ευχαρίστως θα το έκανα. Δε νομίζω ότι στη ζωή σταματάμε ποτέ να μαθαίνουμε και να αποκτούμε εμπειρίες και γνώσεις.»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου